17/10/10

Η ζωή μετά (την καπνοαπαγόρευση) - Κεφάλαιο 2o


 Σκηνή 5η
 

Η Γκρέις μας ήρθε την καλοκαιρινή μεταγραφική σεζόν εξ’ Αμερικής, απ’ όπου την είχε κοπανήσει μαζί με την αδερφή της προς αναζήτηση ενός άλλου κόσμου. Στο Δρόμο βρήκε το νέο πατρικό της, «εδώ μέσα ξαναγεννήθηκα» έλεγε με καμάρι και το υγρό πέπλο που πότιζε τα μάτια της δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης. Από κάποια διστακτικά μισόλογα που της ξέφευγαν για τα χρόνια της στο Γουισκόνσιν, είχαμε συμπεράνει ότι η σχέση με τους δικούς της δεν ήταν η πιο ζαχαρένια. Στον καμβά του μυαλού μας ο πατέρας της ήταν ζωγραφισμένος με τα δόντια σφιγμένα και ένα ζωνάρι στο χέρι, όσο και αν μας ήταν δύσκολο να φανταστούμε μια κοπέλα σαν την Γκρέις να τις τρώει από οποιονδήποτε. Από μια ομάδα ράγκμπι, ίσως, και αυτό μόνο αν ήταν δεμένη πισθάγκωνα σε ένα δωμάτιο τίγκα στο νευροπαραλυτικό αέριο. Η μορφή της ήταν μια επιβολή στο χώρο, νταρντανοθήλυκο περιωπής, αλλά όχι μόνο γι’ αυτό. Τα ρούχα, τα μαλλιά της, το ίδιο της το δέρμα, πρόδιδαν ότι αποτελούσε από μόνη της έναν ξεχωριστό πλανήτη που είχε παρεισφρήσει σε έναν ετερόκλητο γαλαξία. Οι νόμοι της φύσης ζορίζονταν να την υποτάξουν με τις βαρυντικές τους δυνάμεις ή έστω να τη θέσουν σε μια κάποια τροχιά.



  Στριφογυρνούσε σαν την άδικη κατάρα εκείνο το βράδυ, ξεσκονίζοντας για πολλοστή φορά τα άδεια τραπέζια, σκορπώντας χαμόγελα και παρενοχλώντας τους λιγοστούς θαμώνες, ζευγαράκια στην πλειονότητά τους. Εκείνα με τη σειρά τους στραβομουτσούνιαζαν σε κάθε τι που διατάραζε τον διπολικό δεσμό που προσπαθούσαν να αναπτύξουν. Κάποια στιγμή στάθηκε στη μέση της αίθουσας, γάντζωσε τα χέρια στη μέση με απελπισία και έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό της. Της έγνεψα να έρθει να κάτσει μαζί μας.
  - Βαρέθηκες, ε;
  - Δεν ξέρω πόσο θα το αντέξω αυτό. Πού είναι όλοι; Θέλω να πω, η Περρίν είπε στον πατέρα της να της στείλει σταυρόλεξα απ’ τη Γαλλία. Η γκαρσόνα με τα σταυρόλεξα! Είμαστε μια ροκ παμπ, γαμώτη!
  - Και τι, θα πρέπει να περνάτε τον ελεύθερο χρόνο σας τρυπώντας τις ρώγες σας με χαλκάδες; Πίνοντας αίμα φιδιών;
  - Τράγων, βλάκα. Αλλά δεν είναι αυτή η ουσία.
  Έσκυψε συνθηματικά επάνω στο τραπέζι και ένα καλοσιδερωμένο μαύρο παραπέτασμα μαλλιών της έκρυψε το πρόσωπο. 
  - Ποιοι είναι όλοι αυτοί οι μαλάκες; Γιατί είναι τόσο ήσυχοι; Οι άλλοι εκεί παρήγγειλαν κρασί. Θέλω να πω, τι στον πούτσο;
  Τινάχτηκε προς τα πίσω και θυμωμένα ίσιωσε την πλάτη στην καρέκλα. Παράτησε τον ημιψιθυριστό τόνο και στερεώνοντας το κίτρινο λουλούδι που κινδύνεψε να της πέσει απ’ το αυτί, συνέχισε επικριτικά:
  - Όχι ότι εσείς μου τη σπάτε λιγότερο…
  - Ουόου! γούρλωσε ο Μαρκ και της τύλιξε το χέρι γύρω απ’ τον ώμο.
  - Γκρέις… Ξέρεις ότι σε αγαπάμε και όχι μόνο επειδή έχεις ωραία τατουάζ και φανταστικό κώλο, αλλά αυτό δεν θα το αφήσουμε να περάσει έτσι!
  - Εσύ αγάπη μου παλιά ερχόσουν και μας τρέλαινες στο πείραγμα. Και μπορεί κάποιες φορές να ήμουν στο τσακ να σου πετάξω την μπύρα στη μούρη, αλλά με την καλή έννοια. Ξέρεις, από αγάπη. Μη χαχανίζετε ρε ηλίθιοι, κόφτε το! Σοβαρολογώ! Πάντα ερχόσασταν και ήσασταν μέσα στο κέφι. Τώρα πίνετε πολύ περισσότερο, γελάτε πολύ λιγότερο, και αν δεν σας ήξερα θα έλεγα ότι χάσατε το δρόμο για τη λέσχη βιβλίου.
  - Βρέχει, παρατήρησε ο Γιάνους, λες και όλες οι απαντήσεις στα μυστήρια της ζωής, του σύμπαντος και των πάντων ήταν γραμμένες επάνω σε σταγόνες νερού που θρυμματίζονταν στο έδαφος προτού κανείς προλάβει να τις διαβάσει.


Σκηνή 6η
  Το φως των κεριών έδινε στη μικροσκοπική αίθουσα μια ειδυλλιακή χροιά, κάνοντας το ξύλινο ντεκόρ να χοροπηδάει σε κάθε τρεμόπαιγμα της φλόγας τους σαν κακοδιατηρημένη μπομπίνα Γερμανικού Εξπρεσιονισμού. Έξω ο αέρας και η βροχή μαστίγωναν τους άδειους δρόμους και έκαναν τα τζάμια να πάλλονται, να βογγούν. Κάποια στιγμή η πόρτα άνοιξε και έμπασε ένα κρύο ρεύμα που έκανε τα κεφάλια να γυρίσουν. Δυο φασκιωμένοι νεαροί περιεργάστηκαν γρήγορα το χώρο και μετά, σχεδόν συνθηματικά, έβγαλαν τα κασκόλ τους και χάθηκαν κάπου στη γωνία. Η οχλαγωγία που ξανάρχισε ήταν η πιο περίεργη που είχα ακούσει ποτέ. Ένα ανακάτεμα απαλών φωνών και ψιθύρων που συχνά διακοπτόταν από ένα απερίσκεπτο, τρανταχτό γέλιο που μετέδιδε στους πάντες μια αίσθηση ανάμικτης δυσφορίας και ανησυχίας. Ο ήχος των ποτηριών που άλλαζαν χέρια, ακουμπούσαν το ξύλο, γέμιζαν μπύρα, ήταν πιο ευδιάκριτος από ποτέ.
  Ο χώρος πληρούσε τις προϋποθέσεις να αποπνέει έναν κάποιο ερωτισμό. Στην κατάστασή του όμως, περισσότερο απέπνεε τον ερωτισμό ενός υπόγειου μπορντέλου όπου ξιγκιασμένες πόρνες περιμένουν να διασπείρουν σύφιλη επάνω σε κατάχαμα αραδιασμένα, καφεκίτρινα στρώματα. Η μπάρα κολλούσε από υπερχειλίσματα μπύρας που είχαν ποτίσει το ξύλο, οι καρέκλες έτριζαν, το τελευταίο σφουγγάρισμα το είχαν ρίξει Νορμανδοί κατακτητές, ενώ η σαμπούκα μου είχε μια γεύση νοσοκομείου - έφερνε περισσότερο σε φορμόλη παρά σε γλυκάνισο. Και ο αέρας σίγουρα θα μύριζε μούχλα, αν δεν ήταν φορτωμένος με τη βαριά τσιγαρίλα που κρεμόταν απ’ το ταβάνι σαν να το πήγαινε για βροχή.
  Ήταν ένα από εκείνα τα καταγώγια που μεταξύ συνωμοτών είχε μαθευτεί ότι παραβιάζει την απαγόρευση αργά τα βράδια, μα έτσι στριμωγμένοι όπως ήμασταν ήταν φανερό ότι η πληροφορία δεν θα έμενε μεταξύ στενού κύκλου για πολύ. Περασμένα μεσάνυχτα και ο μπάρμαν δεν έδειχνε διατεθειμένος να αναγγείλει την πατροπαράδοτη «τελευταία γύρα», αν και καθημερινή. Αν είναι να παρανομήσεις κάντο σωστά, ως τα άκρα, όσο πάει. Σκέφτηκα πως αν τα ποτά ήταν ανόθευτα, θα αμαύρωνε την υστεροφημία του. Αυτό το ελαφρυντικό μπορούσα να του το αναγνωρίσω.
  - Μια μικρή, τοσοδούλα απόλαυση, φιλοσόφησε η Κάρεν φέρνοντας το τσιγάρο μπροστά στα μάτια της, για να συνεχίσει χωρίς κανέναν ειρμό:
  - Σίγουρα ο Δρόμος θα έχει κλείσει τέτοια ώρα.
  - Το περίμενα αυτό! Νιώθετε προδότες, ε; Έστω λιγουλάκι;
  - Πολύ, έκανε ο Γιάνους, αλλά μετά από τόσα χρόνια γνωριμίας θα έπρεπε να είχε καταλάβει τη ρητορική φύση της ερώτησης του Μαρκ.
  - Θα πείτε ότι αυτός ο χώρος δεν μας ταιριάζει. Δεν παίζει μουσική, ο κόσμος δεν μας ξέρει, τα αποτυπώματα των κώλων μας λείπουν απ’ τους καναπέδες. ΟΚ, δεν έχει καναπέδες. Αλλά σας λέω ότι έχετε άδικο. Εγώ δεν νιώθω καθόλου προδότης, καμία ενοχή. Αν ένιωθα έτσι δεν θα μπορούσα να το χαρώ. Κι όμως το χαίρομαι. Κι εσείς το χαίρεστε. Κι εσύ ειδικά ακόμα περισσότερο, μου τόνισε λες και του είχα φέρει καμία αντίρρηση.
  Δεν πρόλαβα να διαμαρτυρηθώ.
  - Ξαναλέμε μαλακίες, δεν είμαστε με ένα ποτήρι σφηνωμένο στη μάπα σαν αλκοολικοί, δεν κουνάμε πόδια χέρια σαν νευρόσπαστα περιμένοντας πότε θα κόψει η μπόρα να πάμε για μια τζούρα, δεν μένει κανείς χωρίς την παρέα κανενός. Περνάμε καλά. Και αν πρέπει να χωθούμε σε αυτό το στάβλο για να τα ξανακάνουμε όλα αυτά, τότε ας είναι. Γεια μας!
  - Επίσης καθόμαστε ο ένας επάνω στον άλλον, δακρύζουμε απ’ την κάπνα, μιλάμε χαμηλόφωνα λες και σχεδιάζουμε να κλέψουμε κανέναν Σεζάν από την Πινακοθήκη και νομίζω ότι εκείνο εκεί το μπουκάλι βότκα έχει μια νεκροκεφαλή.
  - Τότε γιατί ήρθες;
  - Δεν περίμενα ότι θα είναι έτσι.
  - Δηλαδή το μετάνιωσες; Δεν θα ξανάρθεις; I’m a sad panda!
  - Μη γίνεσαι γελοίος. Ξέρεις πολύ καλά ότι το προτιμώ από το να πρέπει ή εμείς να κρυολογούμε ή εσείς να στερείστε κάτι που στο φινάλε δεν με ενοχλεί. Απλά περίμενα η μέση λύση να είναι κάτι καλύτερο απ’ αυτό.
  - Αφού ξέρεις ότι δεν υπάρχει μέση λύση. Και αυτό εδώ ημίμετρο είναι, μέχρι να μην είναι πια. Υπάρχει μόνο μία λύση, την οποία εσύ και όλοι οι υπόλοιποι εκδικητικοί μπάσταρδοι αρνείστε να μας παραχωρήσετε.
  - Αυτό θα έχει ενδιαφέρον, ειρωνεύτηκε η Νικόλ. Μισό λεπτό να βγάλω το σημειωματάριό μου.
  - Μπα; Σας έμαθαν και την αλφάβητο στο Πορνοσχολειό;
  - Όχι, μόνο αριθμούς για να γράφουμε το τιμολόγιο σε κάτι γουρούνια σαν κι εσένα.
  - Ώστε γι’ αυτό ξέρεις να μετράς μόνο μέχρι το 2! της απάντησε και την έβαλε στο στόχαστρο.
  - Το παραδέχομαι λοιπόν μικρή βλαμμένη, είμαι εθισμένος. Σε κάτι που ωστόσο δεν είναι παράνομο. Ξέρεις τι άλλο δεν είναι παράνομο αν και εθιστικό;
  - Η μαλακία;
  - Φυσικά, γι’ αυτό και την κουβαλάς όπου πας. Επίσης όμως, το thrash metal.
  - Σας το ‘πα ότι θα έχει ενδιαφέρον!
  - Αν λοιπόν θέλω να πάω να ακούσω το νόμιμό μου thrash metal, μπορεί να μην έχω πολλές επιλογές, υπάρχει όμως το Yendor όπου μπορώ να πιω το ποτό μου και να χτυπηθώ με τις ώρες χωρίς να ενοχλώ κανέναν. Αν θέλεις, μπορείς να έρθεις κι εσύ και ας μην σου αρέσει η μουσική. Ό,τι και να αποφασίσεις όμως εσύ, οι φίλοι μου, η γκόμενά μου ή το χρυσόψαρό μου, εγώ μπορώ να επιλέξω να πάω, έστω και μόνος μου. Ομοίως, θα έπρεπε να έχω το δικαίωμα να πάω να στρίψω το καθόλα νόμιμο τσιγάρο μου σε έναν τεκέ, έστω και στην άλλη άκρη της πόλης. Από ‘κει και πέρα, αν εσύ θες να με ακολουθήσεις είναι καθαρά δική σου επιλογή. Ή όχι;
  - Όχι βέβαια! Το thrash metal δεν κάνει κακό στην υγεία.
  - Μικρή ανίδεη! Έχεις ακούσει ποτέ Slayer στη διαπασών;

  Μιάμιση ώρα αργότερα προσπαθούσαμε να συνεφέρουμε το Γιάνους που ξερνοβολούσε στην πλατεία.


Σκηνή 7η
  Στην πρώτη μου επίσκεψη, είχε απειλήσει ότι θα με ξυρίσει γουλί όταν του εκμυστηρεύτηκα ότι θα υποστηρίξω τη Γερμανία στο μουντιάλ. Μου χαρίστηκε όμως, μιας και μετά από τόσα ταξίδια στην Ελλάδα δεν τον παραξένευε η ύπαρξη ενός ακόμα αλλοπρόσαλλου μεσογειακού εγκεφάλου κάτω από τις τρίχες που κούρευε. Έτσι κι εγώ δεν τον άλλαξα από τότε. Και ας ασχολιόταν τουλάχιστον διπλάσιο χρόνο με το δικό μου κεφάλι σε σχέση με τα υπόλοιπα, καθόλου ασήμαντη σπατάλη χρόνου για τα πρωινά του Σαββάτου. Δεν ήταν ότι μεροληπτούσε. Απλά έβρισκε την ευκαιρία να αναπολήσει ελληνικά νησιά, βουνά και λαγκάδια, κολλώντας δίπλα σε κάθε τοπωνύμιο και μια προσωπική ιστορία που οπωσδήποτε με ενδιέφερε.
  Εκείνο το πρωινό κόμπιασα βλέποντας την αδειανή από πελατεία αίθουσα κι εκείνον να κάθεται στη γωνιά με το βλέμμα βυθισμένο στην εφημερίδα. Ήταν όμως πια αργά να κάνω πίσω. Ήμουν μόνος και ανυπεράσπιστος στις αφηγηματικές του ορέξεις, που μου αποκαλύφθηκαν με το που έδεσε το φαρδύ τραπεζομάντηλο γύρω απ’ το λαιμό μου.
  - Το συνηθισμένο;
  «Δίωρο» σκέφτηκα και του έγνεψα μια αποκαρδιωμένη κατάφαση.
  - Σκοπεύεις να επισκεφθείς σύντομα την Ελλάδα;
  «Σε δέκα με είκοσι δευτερόλεπτα».
  - Χριστούγεννα μάλλον.
  - Ααα, έχω κάνει υπέροχα Χριστούγεννα στο Ικάριος…
  - Ικαρία…
  - …ναι, ναι, Ικαρία, μαζί με τη γυναίκα μου, υπέροχα, πραγματικά υπέροχα! Έχεις πάει Ικάριος να υποθέσω.
  - Όχι, ποτέ.
  - Α, δεν ξέρεις τι χάνεις, καταπληκτικοί άνθρωποι, περάσαμε φανταστικά. Να σκεφτείς είχαμε κλείσει ένα δωμάτιο που ήθελε πολλά σκαλοπάτια ανέβασμα και επειδή η γυναίκα μου είχε κάτι κινητικά προβλήματα εκείνη την περίοδο, οι άνθρωποι έσυραν γη και ουρανό για να μας τακτοποιήσουν στο ισόγειο. Ένα ξενοδοχείο επάνω στη θάλασσα, φανταστικό! Με ξέρεις, εγώ δεν μπαίνω, αλλά η γυναίκα μου κάθε μεσημέρι τσαλαβουτούσε το τραυματισμένο της πόδι. Υπέροχα, πραγματικά υπέροχα!
  - Μα, δεν έκανε κρύο Χριστουγεννιάτικα;
  «Μπράβο ρε, όρσε ηλίθιε», αυτομουντζώθηκα νοερά.
  - Κρύο; Τι εννοείς κρύο;
  Η μεγάλη ρυτίδα στη μέση του μετώπου του συσπάστηκε και βάθυνε απ’ το πλατύ χαμόγελο. Άφησε χτένα και ψαλίδι επάνω στον πάγκο για να μου πιάσει την κουβέντα ανφάς.
  «Να ‘τα μας…»
  - Έχει πλάκα να κάνεις βόλτα στην Ελλάδα και να ιδροκοπάς στους 70 βαθμούς με το φανελάκι, την ώρα που όλοι γύρω σου φοράνε ζακέτες και μπουφάν και είναι μες στην άνεση.
  «Πόσο πάει σε Κελσίου τώρα αυτό…»
  - Μόνο μία φορά κρυώσαμε στην Ελλάδα, στο Έντεσσος…
  - Έδεσσα…
  - …ναι, Έντεσσα, (έχεις πάει Έντεσσα να υποθέσω…)
  - (…όχι, ποτέ…)
  - (…να πας, πράσινο παντού, δάση, νερά, υπέροχα, πραγματικά υπέροχα) όχι όμως επειδή έκανε κρύο, αλλά επειδή φυσούσε πολύ. Είχαμε και ένα παντζούρι που χτυπούσε όλη νύχτα και δεν μας άφηνε να κοιμηθούμε.
  «Και δεν το Έδεσσες με κάτι…»
  Σαν κάτι να θυμήθηκε, ξανάπιασε το ψαλίδι. «Υπέροχα» μουρμούρισε και στρώθηκε στη δουλειά.
  - Ξέρεις, αν εφαρμοστεί ποτέ η απαγόρευση του τσιγάρου στην Ελλάδα, δεν θα το αντέξετε. Κρυώνετε πολύ εύκολα.
  Χωρίς να διακόψει το ψαλίδισμα, με κοίταξε μέσα απ’ τον καθρέφτη περιμένοντας μια απάντηση.
  - Δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ.
  - Υποθέτω πως όχι. Όπως σας ξέρω θα κατεβείτε πάλι στους δρόμους. Αφού καπνίζετε σχεδόν όλοι! Είναι τρελό! Τι θα κάνουν όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι; Μέχρι να βγουν έξω, να καπνίσουν και να ξαναγυρίσουν, χάθηκε η μισή μέρα. Δεν θα δουλεύει κανείς!
  «Ενώ τώρα…»
  - Δίκιο έχεις, δεν θα συμβεί ποτέ, συμπέρανε. Είναι κρίμα βέβαια… Εσύ δεν καπνίζεις, ε; Καλά κάνεις, ούτε εγώ, ο γιος μου από την άλλη…
  Έμεινε σιωπηλός για λίγο. Αναρωτήθηκα πόσο χρονών να ήταν ο γιος του, δεν είχε τύχει να αναφερθεί ποτέ σε προηγούμενες συζητήσεις. Τον ρώτησα, ήταν στα 35 και δούλευε στη Swift, μια εταιρία ταξί.
  - Προβληματίζεται, έχει πέσει πολύ η δουλειά. Στην αρχή ήταν η οικονομική κρίση, τώρα προστέθηκε και η απαγόρευση. Όλοι βέβαια μιλούν για τις παμπ που κλείνουν δεξιά και αριστερά και δεν κοιτάνε και λίγο παραπέρα, τους άλλους κλάδους που επηρεάζονται. Το φοβούνταν αυτό στην εταιρία του, αλλά δεν περίμεναν να γίνουν τόσο άσχημα τα πράγματα. Ξέρεις πόσα μεγάλα μαγαζιά έκλεισαν τον τελευταίο μήνα; Πάνω από δέκα. Που σημαίνει ότι η πελατεία από δέκα μαγαζιά εξαφανίστηκε. Είναι μεγάλο το πλήγμα.
  Πρώτη φορά έβλεπα το πρόσωπό του τόσο συννεφιασμένο. Λες να έφταιγε η απαγόρευση που ήμουν ο μόνος που είχε έρθει για κούρεμα; Μήπως οι υπόλοιποι αδιαφορούσαν για την εμφάνισή τους μιας και δεν επρόκειτο να βγουν το βράδυ; Τρελή σκέψη. Καλύτερα να το γυρνούσαμε πάλι στην κλασική θεματολογία. 
  - Ώστε είναι ωραία στην Έδεσσα, ε;
  - Υπέροχα. Ξέρεις, τώρα που το ξανασκέφτομαι, καλύτερα που δεν ήρθε και σε σας η απαγόρευση. Δεν είναι καιροί αυτοί για να χάνει ο κόσμος τις δουλειές του.
  Ήταν από τα πιο γρήγορα κουρέματα που είχα κάνει ποτέ. Ο γιος του δεν αναφέρθηκε ποτέ ξανά. Τον θυμήθηκα όμως λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν διάβασα ότι η Swift συγχωνεύτηκε με μια άλλη εταιρία ταξί, τη Phoenix.


Σκηνή 8η
  Το σπίτι του Μαρκ ήταν στο τέλος μιας ανηλεούς ανηφόρας. Την ανέβαινα με προσοχή και έβριζα. Όχι την ανηφόρα, ούτε τη βροχή, αλλά τον ηλίθιο μηχανικό που είχε επιλέξει για το πεζοδρόμιό της τα πιο γλιστερά πλακάκια από καταβολή κεραμικής. Και δεν με ένοιαζε τόσο για την ασφάλεια του τζιν, των χεριών ή της μούρης μου, αλλά του μπουκαλιού μαύρης σαμπούκας που είχα φάει τον κόσμο να βρω και να χρυσοπληρώσω. Έτσι είναι όμως, αν θέλεις να γίνεις Ευρωπαίος πρέπει να μάθεις να τηρείς και τα έθιμά τους. Και να φέρνεις μαζί σου και το ποτό σου ως φιλοξενούμενος. Αν γινόταν καμιά στραβή και το έσπαγα, θα αναγκαζόμουν να ζητιανέψω από τις βότκες και τα ουίσκι των άλλων.
  Πώς όμως είχαμε φτάσει ως εδώ; Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που θα τη βγάζαμε στο σπίτι κάποιου από την παρέα, ήταν όμως η πρώτη φορά που αυτό θα συνέβαινε Παρασκευή βράδυ. Οι Παρασκευές παραδοσιακά άνηκαν στο Δρόμο, μια ιεροτελεστία που δικαιούτω να παραβεί κανείς μόνο αν αρρώσταινε, βρισκόταν εκτός πόλης ή είχε ραντεβού με εγκεκριμένο πρόσωπο του άλλου φύλου. Τον τελευταίο καιρό και με τη σιωπηλή παραδοχή όλων μας, προστέθηκε μία ακόμη παράμετρος, αυτή της βροχής. Και ο Δεκέμβρης την είχε φέρει μαζί του σαν καθημερινό ορντέβρ. Έτσι αρχικά είχαμε μεμονωμένες καταγραφές στο απουσιολόγιο, πάντα από κάποιον καπνιστή της παρέας που προφασιζόταν πονόκοιλο ή ημικρανία για να μείνει σπίτι. Μετά έγιναν ζευγάρια, μέχρι που την περασμένη εβδομάδα λάκισαν τρεις - ο Γιάνους, η Κάρεν και η Μπέκα. Μόνο ο Μαρκ έδειχνε αξιοσημείωτη αυταπάρνηση, αλλά την προηγούμενη Παρασκευή μονολογούσε και άφριζε σαν να είχε ξεχάσει να ξεβγάλει την οδοντόκρεμα.
  - Η κατάσταση έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο, αλλά ό,τι και να κάνουν, εγώ δεν θα κλειστώ μέσα!
  Μεσοβδόμαδα άλλαξε γνώμη και μας προσκάλεσε τηλεφωνικά. Κανείς δεν προέβαλλε ιδιαίτερη αντίρρηση. Ήταν κάτι που αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε.
  - Έχουμε απαρτία απόψε! μου είπε για καλωσόρισμα.
  - Α, ναι;
  - Άργησες ρε! Την άλλη φορά να πάρεις ταξί ή σαμπουάν. Στεγνώσου και έλα.
  Στο σαλόνι επικρατούσε το χάος. Η Μπέκα ήταν αραγμένη κατάχαμα και οι λοιποί είχαν απλωθεί στους καναπέδες, εκτός από τη Νικόλ που παρακολουθούσε το φούρνο. Το στερεοφωνικό έπαιζε Red Hot Chili Peppers, η τηλεόραση μια επανάληψη του Columbo, σακούλες πατατάκια, πλαστικά ποτήρια, κουτάκια μπύρας και τα πόδια της Κάρεν κάλυπταν το τραπέζι. Μέτρησα πέντε τασάκια. Υπερβολή.
  - Τι έφερες;
  - Σαμπούκα πάλι; Μονοφαγά! Πώς την πίνεις αυτή την αηδία;
  - Ερώτηση, ερώτηση! Τι προτιμάς; Trivial Pursuit ή μαραθώνιο Επιστροφή Στο Μέλλον;
  - Επιστροφή Στο Μέλλον; Μακφλάι, flux capacitor και τέτοια; Σοβαρά τώρα;
  - Εγώ πρότεινα τουρνουά Pro, αλλά κάποια μου πέταξε Ντορίτος στη μούρη!
  - Και αν το ξαναπείς θα σου φέρω τη σαμπούκα του στο κεφάλι. Εμείς τι θα κάνουμε ρε;
  - Ησυχία.
  Αντανακλαστικά έσφιξα το μπουκάλι επάνω μου.
  Λίγο προτού ο κεραυνός χτυπήσει το ρολόι του δημαρχείου και ξαναστείλει την Ντελόριαν πίσω στο μέλλον, έγειρα προς τον Μαρκ.
  - Αυτό θα γίνεται κάθε Παρασκευή;
  - Όχι βέβαια! Μόνο όταν βρέχει. Και σου συστήνω να παρακολουθείς τα δελτία καιρού, γιατί το σπίτι σου είναι το επόμενο στη λίστα. Έχεις όλα τα Παρασκευή και 13, ε;
  - Γαμημένη απαγόρευση…
  - Έλα ρε, δεν περνάμε και τόσο άσχημα. Και πίνε τώρα που μπορείς, γιατί έμαθα ότι η βασίλισσα θα αναβιώσει την ποτοαπαγόρευση για να θυμηθεί τα νιάτα της.

  Όλως τυχαίως, μέσα στην επόμενη εβδομάδα στο στενό μου απαγορεύτηκε η δημόσια κατανάλωση αλκοόλ.


Σκηνή 9η
  Ήμουν στη δουλειά όταν χτύπησε το κινητό. Στην άλλη άκρη η Κάρεν έκλαιγε. Σοκαρίστηκα από τα αναφιλητά της. «Κλείνει ο Δρόμος» ψέλλισε.
  Όλη την υπόλοιπη μέρα δεν κατάφερα να δουλέψω ούτε λεπτό.


Σκηνή 10η
  Ήμασταν όλοι εκεί και ήμασταν όλοι όρθιοι. Σε διάταξη ενός βουβού standing ovation που έπρεπε να διαρκέσει ώρες για να γίνει πιστευτό. Μέσα και έξω επικρατούσε ο ορισμός του αδιαχώρητου για το αντίο σε έναν φίλο, που τραγουδούσε τα κύκνεια άσματά του με όση ένταση σήκωναν τα ηχεία του. Κάθε τόσο, ο Κρις ο ιδιοκτήτης, η Γκρέις και η Περρίν έπιαναν το μικρόφωνο και φώναζαν συνθήματα στο πλήθος που ζητωκραύγαζε, για να ξαναβυθιστεί αμέσως μετά σε μια αμαλγαμάτινη κατάσταση θλίψης, οργής και ευθυμίας.
  - Παρακαλώ, αισθανθείτε ελεύθεροι να αγνοήσετε την απαγόρευση! παρότρυνε κάποια στιγμή ο Κρις, επηρεασμένος ίσως και από το Forever Free που έπαιζαν οι WASP στο παρασκήνιο.
  - Fuck the ban! στρίγγλισε στα ηχεία η φωνή της Γκρέις και ένας φλογερός αλαλαγμός κυμάτισε από άκρη σε άκρη, ανάβοντας δεκάδες τσιγάρα σαν τις λαμπάδες την Ανάσταση.
  - Δώσμου κι εμένα ένα, είπα στην Μπέκα.
   Άργησε λίγο να καταλάβει ότι σοβαρολογούσα. Δεν είπε τίποτα, μέχρι που το άναψα.
  - Fuck me sideways! έκανε αποσβολωμένη και με έδειξε στον Μαρκ. Εκείνος απλά χαμογέλασε.
  Κατά τη 1 ακούστηκε το καμπανάκι για τις τελευταίες παραγγελίες. Μισή ώρα αργότερα η μουσική σταμάτησε, απλώνοντας μια άβολη σιωπή. Ο Κρις φύσηξε στο μικρόφωνο.
  - Αυτό ήταν παιδιά! Αυτό ήταν! Όλοι εμείς του Δρόμου σας ευχαριστούμε για την παρέα όλα αυτά τα χρόνια. Ευχαριστούμε. Καληνύχτα.
  Προς το τέλος η φωνή του έσπασε και πρόλαβε λίγο πριν τον πιάσουν τα κλάματα. Για δυο τρία δευτερόλεπτα μείναμε να τον κοιτάμε παγωμένοι, δεν μπορεί να τελείωναν όλα έτσι απλά, μέχρι που από το βάθος ξεκίνησε ένα μουδιασμένο χειροκρότημα που μας έσωσε από την αμηχανία. Η αυλαία έπεφτε μέσα σε ενθουσιώδεις φωνές και σφυρίγματα, και από μέσα τους ξεπήδησαν τέσσερα χτυπήματα στη χορδή μιας κιθάρας, ύστερα άλλα τέσσερα.
  Ο Δρόμος μας αποχαιρετούσε λέγοντάς μας Good Riddance, καλά ξεκουμπίδια ρε, I hope you had the time of your life.


   Είδα την Γκρέις να πλησιάζει φορώντας το πιο πλατύ της χαμόγελο, χαιρετώντας τον κόσμο καθώς γλιστρούσε ανάμεσά του. Πρώτα αγκάλιασε τον Γιάνους και του χάιδεψε το πρόσωπο, μετά τη Νικόλ, ύστερα χύθηκε επάνω μου και έμεινε εκεί, γαντζωμένη. Η καρδιά της χτυπούσε μέσα από στρώσεις ρούχων επάνω στη δική μου, άρχισε να τρέμει, να σείεται, στο μάγουλό μου κύλησαν τα δάκρυά της. «Δεν μπορεί… αυτό ήταν όλο;» ψιθύρισε. «Αυτή ήταν μόνο η αρχή» της είπα και τη φίλησα στο αυτί.
  Ήταν η τελευταία φορά που τη βλέπαμε. Δύο εβδομάδες αργότερα ένας μεθυσμένος οδηγός παρέσυρε το ποδήλατό της στην παραλιακή οδό. Μέχρι το Μάρτη τα λουλούδια που δέσαμε στη στροφή της Γκρέις αρνούνταν να μαραθούν. Ύστερα συμφιλιώθηκαν με το σύμπαν, έγιναν θρύμματα, καβάλησαν τον άνεμο και ερωτεύτηκαν τη θάλασσα.

 
Επίλογος
  Τη θέση του Δρόμου πήρε ένα παπουτσάδικο. Ως τώρα δεν έχω μπει. Ο Μαρκ από την άλλη υποστηρίζει ότι μία φορά παρήγγειλε στο ταμείο του μια Kronenbourg και έφυγε γελώντας προτού τον πετάξουν έξω με τις κλωτσιές. Η παρέα βρήκε καινούργια μέρη να περνάει τα βράδια της, τα σπιτικά ξενύχτια πολλαπλασιάστηκαν, εξακολουθούμε να περνάμε καλά, όπως εξακολουθεί να μας λείπει ο Δρόμος. Τα ίχνη του Κρις χάθηκαν, η Περρίν έγινε βοηθός οδοντιάτρου. Είναι ενθουσιασμένη με τη δουλειά της και ας μην έχει το χρόνο να λύσει σταυρόλεξα. Ο Γιάνους μετακόμισε σε άλλη πόλη και πλέον τον βλέπουμε ολοένα και πιο σπάνια.
  Ο μόνος από την παρέα που έκοψε το κάπνισμα, ήταν ο Μαρκ. Το ξανάρχισε έξι μήνες αργότερα.
  Ο δολοφόνος της Γκρέις καταδικάστηκε σε φυλάκιση 7 χρόνων.
Facebook Twitter Twitter

12 σχολια:

Gaurakos είπε...

Μάλιστα.

Περίμενα το δεύτερο κεφάλαιο.

Τώρα κατάλαβα, η μάλλον έμαθα όπως και οι υπόλοιποι γιατί μισείς τις Παρασκευές.
Και τα δύο κείμενα τα διάβασα με προσοχή.
Όσο για την καπνοαπαγόρευση δεν έχω κάτι να συμπληρώσω δεν θα τοποθετηθώ.
Καλά του ξηγήθηκε του τσαγκάρη ο Μαρκ. ;)


ΥΓ. Αν και το Blog δεν στερείτε τις ανανέωσης...ελπίζουμε να ξελαφρώσεις από χρόνο και να βλέπουμε λίγο πιο συχνά τις αναρτήσεις σου. ;)

offshade είπε...

Θεωρώ αναισθησία και μεγάλη ασέβεια κάποιος να αντιδρά στα παραπάνω με ένα "ε, και;"

Γαυράκο, το κείμενο είναι πολύ προσωπικό, μου ήταν πολύ δύσκολο συναισθηματικά να το ολοκληρώσω. Πού ξέρεις, μπορεί να είναι και το τελευταίο.

Αφιερωμένο στην Grace και την παρέα μου.

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ωραίο, αν και διαφωνώ με την υποβόσκουσα "συμφορά" της καπναπαγόρευσης.
Αλέξης

TwistedTool είπε...

7 χρόνια για μια ζωή. Τι να πεις..

Off, προσωπικά ευχαριστώ που μοιράστηκες μαζί μου αυτές τις μνήμες.

Αν μου επιτρέπεις να πω την άποψη μου: κανένας δε χάνεται όσο ζει στην καρδιά και το μυαλό ενός άλλου.

Υ.Γ.: Μόλις μου έδωσες το θάρρος να αναρτήσω κάτι πολύ προσωπικό που έγραψα μια δύσκολη νύχτα πριν από μερικά 24ωρα. Ευχαριστώ πάλι.

Ανώνυμος είπε...

πολύ συγκινητικό κείμενο...

Ανώνυμος είπε...

respect gia alli mia fora...elpizw na sunexiseis na grafeis,gia na sunexisoume ki emeis na taksideuoume.

RedScorpio είπε...

Πράγματι από καρδιάς το κείμενο... Αναπόφευκτα εμείς μόνο αποστασιοποιημένοι και "έξω από το χορό" μπορούμε να σχολιάσουμε, ως οι αναγνώστες μιας προσωπικής μαρτυρίας.

Και στην τελική, ότι και να πει κανείς ούτε τα γεγονότα, ούτε τα συναισθήματα αλλάζουν. Για τα συναισθήματα και μόνο, ο χρόνος θα φροντίσει. Όπως πάντα κάνει, ακόμα κι όταν δεν μας αρέσει.

Εύχομαι να θυμάστε τη Grace και να τη νιώθετε όπως θα το επιθυμούσε η ίδια.

Από μένα, ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια από κάποιον που δικαιούται να έχει άποψη ...
http://www.youtube.com/watch?v=i9wGEIrEDQY

Smaraocean είπε...

Τώρα Αγχώθηκα. Ούτε μπορώ να φανταστώ πόσο πολύ έχουν χαραχτεί στο "πετσί" σου, όλες αυτές οι "σκηνές"... Κι εγώ τόσο ανίδεη...

ksotikoula είπε...

Παρόλο που είχα διαβάσει το κείμενο πριν σχολιάσει κανένας άλλος, μου πήρε αρκετό χρόνο να συνέλθω κάπως από το σοκ ώστε να πω κάτι. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι κάτι που φαινόταν τόσο θετικό αρχικά, θα μπορούσε να οδηγήσει σε κλείσιμο επιχειρήσεων και σε οικονομική καταστροφή ανθρώπων. Μετά ήρθε καπάκι και ο άδικος θάνατος της Γκρέις και με αποτελείωσε. Είναι πραγματικά από τις περιπτώσεις που δεν ξέρεις τι να πεις. Αλλά αναγκαστικά οι κακές στιγμές είναι αναπόφευκτες στις ζωές μας οπότε εκείνο που μας μένει είναι να θυμόμαστε τις καλές και να νιώθουμε ευγνώμονες που τουλάχιστον που ζήσαμε έστω κι αυτές.

Gaurakos είπε...

@ksotikoula

Φανταστείτε λοιπόν σε μια χώρα όπως η Ελλάδα... όχι μόνο τα μπαράκια, αλλά και αυτούς που έχουν χωράφια με καπνά...Τι θα τους κάνει η απαγόρευση...

Unknown είπε...

Ο αντίκτυπος της καπνοαπαγόρευσης είναι αναμφισβήτητα, πολυδιάστατος. Κάτι που ακόυγεται τόσο απλό,μας έδωσες, με συγκλονιστικό ομολογουμένως τρόπο, να καταλάβουμε πόσο μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας. Δεν υπάρχει “ε, και?” όταν με το έτσι θέλω μπαίνουν στις καθημερινές σου συνήθειες, στις μικρές σου απολαύσεις. Και δεν εννοώ “απόλαυση” το κάπνισμα καθεαυτό, αλλά όλα όσα συνοδεύουν αυτή την κακή μας συνήθεια.
Off συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια. Και ξέρω καλά πως πάντα βγαίνεις πιο δυνατός!!!
Για μία ακόμη φορά με ταξίδεψες!!! Συνέχισε να το κάνεις.

Coffeemug είπε...

αυτοί οι τύποι που βρίσκουν και τους παίρνουν συνέντευξη, κάτι αραχτοί σε πλατείες, οπως ακριβώς το λες, κάτι που μασουλάνε λεφτά άλλων για να είναι εκεί στις 11 το πρωί με το φραπέ, είναι για κλωτσιές. δεν είμαι καπνίστρια όμως δεν είναι αυτό το τσιγάρο. και δεν είναι αυτο το μπαράκι. δεν είναι ο διάολος και δεν εξορκίζεται με αυτόν τον τρόπο.

σε ευχαριστώ που μοιράστηκες κάτι τόσο προσωπικό.

ΜΙΛΑΡΕΣΥ

Δεν έχεις λογαριασμό; Επίλεξε "όνομα/διεύθυνση URL"
και άσε το δεύτερο πεδίο κενό. Μπορείς και ως ανώνυμος.