25/5/10

Μια αλλόκοτη συνοικία

Έδωσα μάχη να ανοίξω τα μάτια. Το βάρος ενός μισομεθυσμένου ακόμα κεφαλιού και μας θεότρελης νύχτας είχε καθίσει επάνω τους σαν μπάλα κατεδάφισης κτιρίων, αλλά τώρα που κατάφερα να τη σηκώσω σκάναρα το δωμάτιο. Στο δίπλα κρεβάτι, κάτω από έναν αχταρμά από μπατζάκια, τζιν μπουφάν και χιλιοτσαλάκωτων μαύρων T-shirt, το περίγραμμα του κολλητού μου έδινε μάχη με το τέρας της Αποκάλυψης μέσα στον ύπνο του. «Νοχ άινμαλ» μούγκρισε θυμωμένα και τινάχτηκε σε στάση οκλαδόν. Γούρλωσε στη θέα μου. «Τι έγινε;» του βγήκε απορημένη η φωνή, αλλοιωμένη από τον ονειρόκοσμο που προσπαθούσε ακόμα να δραπετεύσει. «Παράγγελνες σφηνάκια». «Πω ρε μαλάκα, ακόμα και κοιμισμένος έπινα;» Ξανάπεσε στο κρεβάτι και άρχισε να τρίβει τα μούτρα του με τις παλάμες, σαν να ‘θελε να ξεφλουδίσει τα απομεινάρια της κραιπάλης από πάνω του. «Τι γαμάτα περάσαμε», κατέληξε.


Και δεν είχε άδικο. Η χθεσινοβράδυνη εμπειρία εξαφάνισε τους πολλούς ενδοιασμούς που είχαμε κανονίζοντας αυτό το ταξίδι, που με τη σειρά τους δεν ήταν αβάσιμοι. Ποιος πάει ταξίδι αναψυχής στο Αμβούργο; Κάποιος που δεν έχει αρκετά χρήματα να πάει κάπου καλύτερα ίσως, κάποιος που επέλεξε τον προορισμό του ρίχνοντας βραστά ζυμαρικά επάνω σε μια υδρόγειο σφαίρα με την ελπίδα ότι θα κολλήσουν κάπου ζεστά και όμορφα, κάποιος που δεν στέκει και πολύ στα καλά του. Όλες αυτές οι συγκυρίες μας είχαν χαρίσει ένα υπέροχο απόγευμα και ένα ακόμα πιο υπέροχο βράδυ σε μια από τις πιο πολύβουες αλλά και κακόφημες οδούς της Ευρώπης - τη φημισμένη sündige Meile, το «αμαρτωλό μίλι» της Γερμανίας. Η Reeperbahn είναι το καμάρι της συνοικίας του Αμβούργου που πολύ ταιριαστά φέρει το όνομα St.Pauli: Αυτός ο Άγιος Παύλος είναι βγαλμένος από τις σελίδες μιας δαιμονισμένης Καινής Διαθήκης, με ιστορίες γεμάτες οινόπνευμα, ροκ μουσική, ακολασίες και πολλές πολλές πόρνες. Μιας Κοινής Διαθήκης, αν το καλοσκεφτείς.

Κι όμως, στο φως της μέρας ο Άγιος κρύβει καλά τις αμαρτίες του. Δεν είναι παρά άλλο ένα πολυσύχναστο κομμάτι μεγαλούπολης με πολλά εμπορικά καταστήματα και κίνηση προς το αχανές λιμάνι. Φτιάχνοντας καφέ θυμήθηκα τις εικόνες του σαν να ήταν αναμνήσεις μιας προηγούμενης ζωής. Περπατούσαμε στις όχθες του ποταμού Έλβα με το γιγάντιο κατασκεύασμα να απλώνεται πολύ πέρα από όσα μπορούσαμε να διακρίνουμε καθαρά, παρακολουθώντας τα πλοία να μεταμορφώνονται από ακαθόριστες κουκκίδες του ορίζοντα σε ατσάλινα κτήνη, ανθρωπάκια Playmobil ντυμένα ναυτεργάτες να πηγαινοέρχονται στις αποβάθρες, τεράστια κουτιά με ρόδες να ξεφορτώνουν τα σωθικά τους. Και φαντάστηκα αυτή την πελώρια βουή σαν ένα κύμα μεταδοτικής ασθένειας, που πολλά χρόνια πριν είχε μολύνει αυτό το κομμάτι της πόλης. Μιλιούνια να ψάχνουν να βρουν ένα χάνι να τους ποτίσει, ένα ακορντεόν να τραγουδήσει τους καημούς τους, ένα κόκκινο φανάρι να σβήσει τη φλόγα τους. Η βουή τους ήρθε και θέριεψε και η πόλη τη φυλάκισε μέσα σε μπαρ, καζίνα, στριπτιτζάδικα και πορνεία. Και για να μην παρεκκλίνουν σε άλλες περιοχές σπέρνοντας ανεξέλεγκτα το μίασμά τους, ονόμασε τον κεντρικό της δρόμο Reeperbahn, Οδό των Σκοινοποιών - ένας φόρος τιμής στον άνθρωπο του μόχθου, αλλά και μια προειδοποίηση πως το σκοινί που τους σέρνει κατά κει είναι το ίδιο τεντωμένο σκοινί που καλούνται να ισορροπήσουν περιδιαβαίνοντάς τον.



Με το κεφάλι στηριγμένο ανάμεσα στα χέρια, ήπια μια γουλιά καφέ. Ήταν ό,τι πιο κοντινό σε γλείψιμο λάστιχου ποδηλάτου που είχα γευτεί ποτέ, ήταν όμως και το μόνο που μπορούσε να αναζωογονήσει τον εγκέφαλό μου στην παρούσα φάση. Ο κολλητός μου στην απέναντι καρέκλα, έψαχνε στα τυφλά τις τσέπες του απλώνοντας μπιχλιμπίδια στο τραπέζι. Κονκάρδες, μπρελόκ, καπάκια μπύρας και ένα σωρό μπρούτζινες παπαρίτσες που είχε συλλέξει ως αναμνηστικά από κάθε μαγαζάκι και κάθε μία από τις δεκάδες μικροπάμπ της Reeperbahn. Και σαν να μην είχε μαζέψει αρκετά για να θυμάται, η μοίρα του είχε κάνει τη χάρη να πετύχουμε ανοικτή την υπαίθρια αγορά - και τώρα τα μισά της είδη κουδούνιζαν μέσα στα αυτιά μου. «Λυπήσου με ρε, στο μπουφάν σου θα ‘ναι τα τσιγάρα». Τα βρήκε. «Αντί να σε πηδήξει το ξανθό που μπάνιζες όλη νύχτα, σε πήδηξε η σαμπούκα» μου έτριψε το προφανές στη μούρη. Ποιο απ’ όλα, αναρωτήθηκα, αλλά το άφησα να προσπεράσει μιας και σύντομα θα άρχιζε την πρωινή του φιλοσοφία. Το κατάλαβα από τον τρόπο που μελετούσε μπρος πίσω το πακέτο τα τσιγάρα, ένα σκούρο καφέ κουτί με μια νεκροκεφαλή στο κέντρο, με τίτλο ένα παχύ ST.PAULI και υπέρτιτλο «ο καπνός της συνοικίας». «Είναι σαν μια αυτονομημένη περιοχή μέσα σε μια πόλη» κατέληξε, «δεν σου δίνει αυτή την εντύπωση;»

Περίπου το ίδιο είχα σκεφτεί κι εγώ χθες βλέποντας την πύλη που χωρίζει τη Reeperbahn από την κάθετό της Herbertstrasse, την οδό με τα κόκκινα φανάρια. Ο κακός χαμός που επικρατεί στην Reeperbahn από τη βαβούρα, τη μουσική, τα γέλια και τα φώτα που χορεύουν, πεθαίνει πίσω από αυτή την πύλη που στα δεξιά και στα αριστερά της υπενθυμίζει τους κανόνες της: «Απαγορεύεται η είσοδος σε άτομα κάτω των 18 και σε γυναίκες». Και στη μέση, οι προνομιούχοι διαβάτες παροτρύνονται από μια διαφήμιση: «Ζήσε τις αμαρτίες σου». Μια αυτονομημένη περιοχή μέσα σε μια αυτονομημένη περιοχή, ένα άβατο για γυναίκες, ένα ανίερο Άγιο Όρος όπου οι μοναχές φροντίζουν να σκύψουν ευλαβικά πάνω από κάθε σου πρόβλημα. Θα δεις τις γυμνές τους σκιές να περιμένουν όρθιες πίσω από τις κουρτίνες σαν σκηνή από παλιά ασπρόμαυρη ταινία. Αν πάλι όχι, σημαίνει ότι εκείνη τη στιγμή έχουν υπό τη φροντίδα τους κάποιον άλλον αμαρτωλό και οι δικές σου αμαρτίες θα πρέπει να στραγγιστούν από κάποια άλλη σκιά σε κάποιο άλλο παράθυρο. Και αν ψάξεις θα τη βρεις, όπως λέει και ο ανεπίσημος ύμνος της περιοχής “Auf der Reeperbahn nachts um halb eins”: Στη Reeperbahn στη μιάμιση τη νύχτα / είτε έχεις κορίτσι είτε όχι / θα διασκεδάσεις αφού σίγουρα κάποιο θα βρεις / στη Reeperbahn στη μιάμιση τη νύχτα.



Οι ψίθυροι, τα ανάλαφρα βήματα, ο κόκκινος χρωματισμός που καθρεφτίζεται επάνω στο πλίθινο οδόστρωμα, όλα διαχέονται με ευλάβεια τη νύχτα στην Herbertstrasse. Δείχνω στον κολλητό το αποτύπωμα που άφησε επάνω στην ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. «Αν δεν ήξερα τι γίνεται πίσω από αυτούς τους τοίχους, θα έλεγα ότι είναι η πιο ρομαντική φωτογραφία που έχω τραβήξει», του είπα. «Ερωτική», με διορθώνει. «Αλλά μην το ξεφτιλίζεις. Εδώ δεν θυμόμαστε πόσα μπαρ και πόσα στριπτιτζάδικα γυρίσαμε. Και το κυριότερο, πόσα ποτά κεράσαμε.» Ούτε πόσα μας κέρασαν. Αλλά δεν είχε άδικο. Από τη στιγμή που ξαναναμειχτήκαμε με την κοσμοσυρροή της Reeperbahn, υπήρχαν λεπτομέρειες που δεν μπορούσα να προσδιορίσω χρονικά, άλλες που δεν μπορούσα να τοποθετήσω γεωγραφικά και πολλές που δεν χωρούσαν πουθενά. Γυναίκες που χόρευαν γυμνοημίγυμνες, μουσικές μεξικάνικες, κάντρι, σόουλ και χέβι μέταλ, μια παρέα που μας μιλούσε Ολλανδοαγγλικά πριν λιώσουμε στα σφηνάκια, γέλια μπροστά από βιτρίνες sex-shop, γέλια με κάτι πανκιά με ‘80s λοφία, γέλια με τις βιζιτούδες, ένα κουτούκι με μια τρελή σκα μπάντα, πειρατικές σημαίες, μπύρες σε κροντήρια, μπύρες σε μπουκάλια και μπύρες στο πάτωμα. «Πάλι καλά που δεν πήγαμε στο καζίνο» μουρμούρισα. «Μην είσαι και τόσο σίγουρος. Βρήκα και κάτι μάρκες στο παντελόνι μου». Μα ποιος κάνει τέτοιες πλάκες; «Είσαι μεγάλος καραγκιόζης», απάντησα.



Το ξενοδοχείο ήταν μπουρδέλο και ήταν επιτακτική ανάγκη να συνέλθουμε γρήγορα και να ξαναβγούμε στους δρόμους. Δεν ήταν μπουρδέλο κυριολεκτικά, τέτοιες παρομοιώσεις θα ‘πρεπε να αποφεύγονται σε μέρη όπως το St.Pauli. Ήταν όμως τρομερά ακατάστατο και δεν σέρβιρε πρωινό στη μία το μεσημέρι όπως αξιώναμε. Βρεθήκαμε να τρώμε πρέτσελ με γέμιση μαρμελάδα σε μια καφετέρια με τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο. Η γκαρσόνα επέμενε να μας φέρει να δοκιμάσουμε μπύρα St.Pauli Girl και όσο εγώ της έδειχνα τον κρόταφό μου κάνοντας ζαλισμένες γκριμάτσες, ο κολλητός μου της έθετε ως όρο κάτι που αφορούσε το κεφάλι του και τα στήθη της. Η καφρίλα του δεν έμοιαζε να την ενοχλεί καθόλου, αντιθέτως αποσύρθηκε γρήγορα στο βάθος του μαγαζιού και επέστρεψε με έναν κατάλογο. «Die sind besser» του έδειξε με το δάχτυλο την προικισμένη μοντέλα που διαφήμιζε την μπύρα που ήθελε να μας σερβίρει. Η φάτσα του παραμορφώθηκε από την απορία. «Τα δικά της είναι καλύτερα», του μετέφρασα. «Για, για, νατίρλιχ» είπε σαν βλάκας.

Η κουβεντούλα μας έδειχνε να διασκεδάζει τη διπλανή παρέα. Στο άκουσμα της τελευταίας ατάκας πρόσεξα μπύρα να ξεχύνεται από τα ρουθούνια του τύπου με το ξυρισμένο κεφάλι και το χαλκαδάκι στη μύτη, ενώ ο μακρυμάλλης διπλανός του διπλώθηκε πάνω στο τραπέζι για να κρύψει τα γέλια του. Η κοκκινομάλλα που καθόταν απέναντί τους το αντιμετώπιζε πιο ψύχραιμα, χαρίζοντάς μου απλά ένα χαμόγελο με τα τεράστια χείλη της με το που πρόσεξε το ντροπιασμένο μου πρόσωπο να την κοιτά. “’Tschuldigung, er ist ein vollidiot” προσπάθησα να δικαιολογηθώ, για να με καθησυχάσει με ένα “tja, jeder hat so ‘nen Freund - ich hab gleich zwei hier!” γνέφοντας προς τους άντρες της παρέας της. Εκείνοι άρχισαν να γελούν ακόμη πιο τρανταχτά, ενώ η δική μου παρέα είχε χάσει την μπάλα. «Μου είπε ότι εκείνη έχει δύο ηλίθιους φίλους σε αντίθεση με μένα που έχω μόνο εσένα». Του άρεσε. Ετοιμόλογη και χαβαλετζού η Sabine. Αλλά και ο Thomas και ο Uli δεν πήγαιναν πίσω.

Και σμίξαμε τις παρέες μας προσπαθώντας να τα βρούμε στα Αγγλικά. Λατρεύανε την Ελλάδα κι εμείς λατρεύαμε τη μπύρα και τακιμιάσαμε. Και αφού τους δώσαμε μια παραστατική περιγραφή των εμπειριών μας στην πόλη, ο Thomas πήρε ξαφνικά το σοβαρό του ύφος και μας έδωσε τις δύο τελευταίες συμβουλές που λάβαμε επί Γερμανικού εδάφους: Πρώτον, δεν παραγγέλνεις ποτέ πορτοκαλάδα σε στριπτιτζάδικο. Θα σου κοστίσει τριάντα ευρώ και ένα lap dance. Και δεύτερον, δεν έχεις δει τίποτα στο St.Pauli αν δεν έχεις ζήσει την εμπειρία ενός ποδοσφαιρικού αγώνα της τοπικής ομάδας. “Kommt ihr mit?” Και πήγαμε. Αλλά αυτή είναι μια ιστορία που θα σας φυλάξω για μια άλλη φορά.
Facebook Twitter Twitter

5 σχολια:

Gaurakos είπε...

χααχχα σωστός ο off και η παρέα του.
Ηθικό δίδαγμα απο την όλη ιστορία ποιο είναι ξέρεις;
Όταν θα ξαναπάς εκτός έδρας για κάτι ανάλογο,θα ρωτήσεις αν το ξενοδοχείο σερβίρει απο τις μια το μεσημέρι,και μετά πρωινό.

RedScorpio είπε...

Αφού ξυπνήσατε (α) στο ξενοδοχείο σας, (β) με όλα σας τα ρούχα και τα περιεχόμενα τους, (γ) χωρίς αμυχές, εκδορές, μελανιές και λοιπές σωματικές βλάβες και -βασικότατο- (δ) χωρίς να αναφωνείτε "mein Arsch tut weh", χαλάλι σας και alles gut!

Cybergoulion είπε...

Πράγμα που αποδυκνύει άλλη μια φορά ότι δεν έιναι που πας, είναι τι κάνεις! Και κυρίως τι θυμάσαι :-P

Gaurakos είπε...

@Cybergoulion. Πάνω απ'όλά να ξέρεις να περάσεις καλά,ακόμα και αν πας σε ένα βουνό που δεν έχει τίποτα.
Και γιατί το λεω αυτό. Ακούω μερικούς (μαζί και εγώ, όχι όμως σε μεγάλο βαθμό) την ηλίθια ερώτηση:
Εκεί που θα πάμε τι θα φάμε; Το πρώτο πράγμα που ρωτάνε. Δεν λέω και εγώ κάνω αυτήν την ηλίθια ερώτηση αλλά όχι και να είναι το πρώτο που θα ρωτήσω, έλεος!

offshade είπε...

Αλήθεια; Δεν έχω ακούσει ποτέ κάποιον να κάνει αυτή την ερώτηση! Μάλλον σε σένα και την παρέα σου αρέσει πολύ το φαΐ. Όχι ότι εγώ πάω πίσω...
ΥΓ: RedScorpio, τα γερμανικά σου έχουν ανέλθει σε αξιοζήλευτα επίπεδα!

ΜΙΛΑΡΕΣΥ

Δεν έχεις λογαριασμό; Επίλεξε "όνομα/διεύθυνση URL"
και άσε το δεύτερο πεδίο κενό. Μπορείς και ως ανώνυμος.