30/5/10

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ σαν ταινία... (μέρος 1ο)

Το καλοκαίρι του 2006, κάπου στην καρδιά της Ευρώπης, διεξήχθησαν 64 αγώνες ποδοσφαίρου. Παύση. Σημείωση: Αυτή τη στιγμή, κάπου στην καρδιά της Ευρώπης, ένας κειμενογράφος κάποιου άλλου blog πληκτρολογεί: «Το καλοκαίρι του 2006, κάπου στα βάθη των Βαλκανίων, διεξήχθησαν 100 χιλιάδες παρτίδες πλακωτού και 60 χιλιάδες παρτίδες φεύγα». Ο συντάκτης παίρνει τα δάχτυλα από το πληκτρολόγιο ρίχνοντας μια θλιμμένη ματιά στην οθόνη και συνοφρυωμένος σηκώνει την μπουκάλα που τόση ώρα κινδύνευε δίπλα στο πόδι του. «Με τέτοια εισαγωγή, ούτε η μάνα μου δεν θα με διαβάσει» αναφωνεί, βουτώντας την πίκρα του στον μεθυστικό εθισμό του Jägermeister.


Για το off-shade.gr τα πράγματα δείχνουν πιο ευοίωνα. Και αυτό επειδή, εκείνα τα 5.760 λεπτά δράσης κάποιων «μαντραχαλάδων που κυνηγούν μια μπάλα» κατά τους αμύητους, έτυχε να παρακολουθήσουν συνολικά 36 δισεκατομμύρια θεατές σε κάθε γωνιά του πλανήτη: Είτε ξαπλωμένοι στις παραλίες του Παλάου, είτε παίζοντας ξύλο στις παμπ του Νιουκάστλ, για τους ποδοσφαιρόφιλους το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι ένας οργασμός που αργεί 4 χρόνια, αλλά όταν έρχεται, όλα τα υπόλοιπα σβήνουν από το χάρτη. Τα μόνα που διασώζονται είναι ένα τόπι, 22 θεοί και τρία κοράκια. Και όλα τα παρελκόμενα.

Παρόλα αυτά, ο παγκόσμιος κινηματογράφος τηρούσε και εξακολουθεί να τηρεί μια στάση αφ’ υψηλού αδιαφορίας, τόσο για το κορυφαίο εν ζωή αθλητικό γεγονός, όσο και για το ίδιο το περιεχόμενό του. Το γεγονός αποδόθηκε στην ελιτίστικη αντίληψη των δημιουργών, ότι το ποδόσφαιρο αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο χαμηλοτάτης αισθητικής και υποστάθμης, ώστε δεν του αρμόζει μια θέση στην αιωνιότητα του σελουλόιντ. Αν η άποψη αυτή είχε μια στάλα αλήθειας, τότε η ανθρωπότητα θα πρέπει να αναλογιστεί τις ευθύνες της για μια από τις σημαντικότερες παραλείψεις του αιώνα: Από την πλάκα που κουβαλά το Pioneer 10 πλέοντας στο άπειρο ως συμπαντικός εκπρόσωπος της Γης, έχει αγνοηθεί προκλητικά η μορφή του Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ. Από την άλλη, κάποιοι φρόντισαν να ξεχάσουν γρήγορα, ότι ολόκληρος Βιμ Βέντερς καταπιάστηκε με Το Φόβο Του Τερματοφύλακα Πριν Από Το Πέναλτι.

Και τέλος, για να μην ξεχνάμε τα δικά μας, τα πρόσφατα, δεν θεωρείται πλέον ντροπή για έναν καθηγητή Πανεπιστημίου να κατεβαίνει τη Σταδίου φωνάζοντας: «Πήγες και τους “έφτυσες” στη μούρη, Καραγκούνη Καραγκούνη»



Ίσως τελικά να ευσταθεί κάποια άλλη ερμηνεία του φαινομένου. Μια από αυτές, η αντιαμερικάνικη, διασώθηκε περνώντας ξυστά από το αυτί του Γερουσιαστή McCarthy. Σύμφωνα με αυτή, υπάρχει μια απλή μαθηματική εξίσωση που εξηγεί το λόγο που, στο μεγάλο δίλημμα «βιογραφία του Μαραντόνα ή του Seabiscuit;», τα μεγάλα κεφάλια προτίμησαν να αφήσουν τον πρώτο να σνιφάρει παραπονεμένος την κόκα του: Η βιομηχανία του θεάματος είναι Αμερικάνικη + Οι Αμερικάνοι ξέρουν όση μπάλα και ο Γιάννης Τσιγιάννης του ΠΑΣ Γιάννινα + “Ο πρώτος είναι πρώτος, ο δεύτερος τίποτα και στο soccer είμαστε υπό του τίποτα” = Seabiscuit.

Βέβαια, και αυτή η λογική έχει ένα αδύναμο σημείο. Διότι, ως τώρα γνωρίζαμε ότι στο βωμό του κέρδους τα μεγάλα στούντιο χώρεσαν ακόμη και τα μούσκουλα του Σβαρτσενέγκερ σε φόρμα εγκύου, μετατρέποντας τον Κόναν τον Βάρβαρο σε ελίτ τρανσέξουαλ με μητρικό φίλτρο. Τι άλλαξε; Ας αντικρύσουμε με τόλμη την πραγματικότητα: Αν ρωτήσετε την πρώτη Μαρία που τύχει στο διάβα σας για το ποιόν του Seabiscuit, είναι μάλλον απίθανο να σας απαντήσει «Εκείνο το κουτσό άλογο που σάρωσε στις ιπποδρομίες». Εκτός βέβαια και αν μιλάμε για την κουτσή Μαρία. Αντιθέτως, αν τη ρωτήσετε «Ξέρεις τον Πελέ;», θα στριφογυρίζει κανένα δεκάλεπτο για να εντοπίσει από πού την παίρνει η Κρυφή Κάμερα. Δια της ατόπου απαγωγής, και η δεύτερη θεωρία μπάζει περισσότερα νερά απ’ όσα προλαβαίνει να αδειάσει.

Η αλήθεια ίσως τελικά να είναι πιο απλή και να βρίσκεται υποσυνείδητα στο μυαλό όλων όσων σταματούν τα πρωινά στο περίπτερο για να ρίξουν μια κλεφτή ματιά, μήπως κάποιο πρωτοσέλιδο φέρνει τον Κριστιάνο Ρονάλντο στο Αιγάλεω, ή αν υπάρχει πιθανότητα ο νέος προπονητής του Εργοτέλη να είναι ο Φάμπιο Καπέλο ή στη χειρότερη ο Λουίς Φαν Χάαλ. Ο ποδοσφαιρόφιλος αγαπά τις αναμνήσεις, αλλά παθιάζεται με το παρόν, πολύ περισσότερο δε, με το μέλλον. Ονειρεύεται την ομάδα του Πρωταθλήτρια Σύμπαντος, τους παίκτες της μπλαζέ σταρ που κονιορτοποιούν τους αλλόθρησκους και τον πρόεδρο πιο ανοιχτοχέρη και από τη μητέρα Τερέζα νικήτρια του Πρωτοχρονιάτικου Λαχείου. Θέλει το πρωτάθλημα, το κύπελλο, το Λιγκ Καπ και τη Χρυσή Κούπα της Σούπερ Κατερίνας, ασχέτως αν οι παίκτες “του” δεν έχουν χάσει τρόπαιο για τρόπαιο τα τελευταία 250 χρόνια. Παρακολουθεί τα ντοκιμαντέρ της τηλεόρασης που ανασκοπούν παλαιότερες διοργανώσεις, εκτός και αν σε άλλο κανάλι προβάλλεται live κάποιο παιχνίδι του τοπικού πρωταθλήματος Αιτωλοακαρνανίας. Το ποδόσφαιρο είναι σαν την μπάλα του: Κυλάει, και μάλιστα γρήγορα. Αν δεν προσφέρει καθημερινά κάτι καινούργιο, χάνει την πεμπτουσία του. Μία ανασκόπηση, μία βιογραφία στο σινεμά, ίσως να μην προκαλέσει αίσθηση στο κοινό. Το ρίσκο του εκάστοτε παραγωγού είναι μεγάλο.

Όσο για τη μυθοπλασία… Ο οπαδός αρέσκεται στα παραμύθια, αλλά αυτό που του μένει τελικά είναι η πραγματικότητα, συχνά η δική του –εικονική- πραγματικότητα: Το κάλπικο πέναλτι, η ηρωική άμυνα, ο παίκτης “παλτό”, ο παίκτης “εργαλείο”, ο παίκτης “διαφορά”. Οι ιστορίες που έχει να αφηγηθεί για την ομάδα του είναι συγκλονιστικότερες από τα προϊόντα της φαντασίας κάθε Dan Brown, το δάκρυ του γηπέδου πιο καυτό από εκείνο που κύλησε στον πνιγμό του Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, το δραματικό φινάλε «εκείνου του αγώνα» πιο ανατρεπτικό από αυτό της Έκτης Αίσθησης. Ποιος σεναριογράφος να πάρει το ρίσκο; Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα βγει χαμένος.

Όλα αυτά δικαιολογούν ως έναν βαθμό την απουσία από τις εγκυκλοπαίδειες του σινεμά τίτλων όπως «Το Υπερπαιχτρόνι Των Δύο Ηπείρων», «Έγκλημα Στο Villa Park», «Στο Μυαλό του Τζον Τέρι» ή «Τρέξε Τζόλα Τρέξε». Ωστόσο, αν και μηδαμινές μπροστά στον όγκο της παγκόσμιας φιλμογραφίας, καταχωρήσεις ταινιών με βασικό θέμα ή αφηγηματικό φόντο το ποδόσφαιρο υπάρχουν, καταλαμβάνοντας μάλιστα θέσεις σε όλο το εύρος των φιλμικών ειδών: Από σινεφίλ ψυχογραφήματα έως κωμωδίες-τσιχλόφουσκες για όλη την οικογένεια. Οι επιταγές της επικαιρότητας επιβάλλουν ωστόσο μια διαφορετική προσέγγιση: Μια προσέγγιση με επίκεντρο όχι τον κινηματογράφο, αλλά το ίδιο το ποδόσφαιρο.


Η περίοδος αναμονής φτάνει στο τέλος της. Οι φορτωμένοι στοιχήματα μπουκ, το τυπωμένο σε πρόχειρα σκονάκια πρόγραμμα των αγώνων, οι προσεκτικά μελετημένες αναρρωτικές άδειες, τα παραφουσκωμένα άλμπουμ της Panini – σημεία των καιρών πως ακόμη μια τελετή έναρξης, η 19η, δεν απέχει παρά μόλις μερικά εικοσιτετράωρα. Όλα αυτά όμως δεν επαρκούν ως δικαιολογίες για να λησμονηθεί το ένδοξο παρελθόν της διοργάνωσης. Πόσο μάλλον, όταν αυτό έχει καταγραφεί μέσα από κινηματογραφικές εξιστορήσεις…

The Van (1996) του Stephen Frears. Συντροφικότητα, χρήμα και ποδόσφαιρο: Δεσμοί άρρηκτοι σε ένα τρίπτυχο που συναντά τον αντίκτυπό του από τα αποδυτήρια ενός τελικού Τσάμπιονς Λιγκ μέχρι και μια καντίνα σε κάποια επαρχία της Ιρλανδίας. Απολυμένοι και στα πρόθυρα χρεοκοπίας, δύο παιδικοί φίλοι αποφασίζουν να εκμεταλλευτούν τη συμμετοχή της πατρίδας τους στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας, πουλώντας junk food έξω από τις παμπ μετά το τέλος των αγώνων. Η απροσδόκητα καλή πορεία της εθνικής ομάδας ωστόσο, δεν αποφέρει μόνο κέρδη στο ταμείο της αυτοσχέδιας επιχείρησης, αλλά θέτει και σε δοκιμασία τη φιλία τους. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο αποφάσισε να ολοκληρώσει την Τριλογία του Barrytown ο συγγραφέας Roddy Doyle, προσφέροντας την ευκαιρία στον δημιουργό του High Fidelity να προπονηθεί στην αποτύπωση της δυναμικής των διαπροσωπικών σχέσεων. Οι ομοιότητες με το κατά τέσσερα χρόνια μεταγενέστερο εγχείρημα, είναι εμφανείς. Απλότητα, λεπτό χιούμορ και προσεγμένες στιγμές δραματικής έντασης, ξεκόβουν το φιλμ από την κατηγορία ταινιών της «εργατικής τάξης» του Ken Loach: Το βανάκι του Frears διαθέτει τη χάρη της Γαλλίας του ’82, το στιλ της Ολλανδίας του ’74 και την ανεμελιά του Καμερούν του ’90, ώστε με την ταυτόχρονη προσθήκη άφθονων στιγμών ποδοσφαιρικής τρέλας να μετατρέπεται σε μια γλυκιά πηγή απόλαυσης.


ΤΙ ΜΟΥ ΘΥΜΙΣΕΣ… Το Έιρε ανέκαθεν κατέβαζε μια δυσκατάβλητη μα πρωτίστως φιλότιμη ομάδα στα Μουντιάλ, έχοντας ως πρωταρχική έγνοια τη χαρά του παιχνιδιού. Αντίθετα με τις υπερδυνάμεις του χώρου που ορκίζονται «αίμα και άμμο» στο βωμό της επιτυχίας, αυτό ποτέ δεν έτρεφε αυταπάτες για μεγάλες διακρίσεις. Ήταν πάντοτε εκεί για να ευχαριστηθεί τη γιορτή, μη διστάζοντας να απομακρύνει από τις τάξεις του ακόμη και τον ταραχοποιό σούπερ σταρ της ομάδας Roy Keane, λίγες μέρες πριν την έναρξη του Μουντιάλ της Άπω Ανατολής το 2002. Για τους λόγους αυτούς, οι Πράσινοι κερδίζουν τη συμπάθεια των ουδετέρων με κάθε τους συμμετοχή.
Το 1990 στα γήπεδα της Ιταλίας, οι Ιρλανδοί πέτυχαν ένα αξιοσημείωτο ρεκόρ: Κατάφεραν να φτάσουν μέχρι την προημιτελική φάση της διοργάνωσης χωρίς γευτούν τη χαρά της νίκης. Αυτά όμως είναι για τους λάτρεις των στατιστικών. Η γηπεδική πραγματικότητα απέδειξε για μία ακόμη φορά, γιατί αυτή η ομάδα συχνά αποκαλείται Μικρή Γερμανία: Φέρει κάτι από Τζον Μακλέιν, όντας πολύ σκληρή για να πεθάνει. Στη φάση των ομίλων αν και βρέθηκε να ηττάται από Άγγλους και Ολλανδούς –δύο αντιπάλους καταδικασμένους λόγω αίγλης να φτάσουν ψηλά, κατάφερε να αντιταχθεί στα προγνωστικά, ισοφαρίζοντας και στις δύο περιπτώσεις λίγο πριν την εκπνοή του αγώνα. Ιδιαιτέρως δε, το γκολ του Kevin Sheedy απέναντι στη μισητή Αγγλία (φωτο), πανηγυρίστηκε πίσω στην πατρίδα σαν νικητήριο πέναλτι τελικού, ενώ ως σήμερα μνημονεύεται ως μια από τις ενδοξότερες στιγμές του Ιρλανδικού ποδοσφαίρου. Αποκλείοντας αργότερα τη Ρουμανία στα πέναλτι και αποχωρώντας βγάζοντας την ψυχή των οικοδεσποτών Ιταλών στα ημιτελικά, τα παιδιά της Guinness υπενθύμισαν ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι που απαιτεί κάτι περισσότερο από μπαλαδόφατσες και λειτουργικά συστήματα για να σε φτάσει ψηλά: Καρδιά.


Το Italia ’90 εν γένει, ανήκει σε εκείνες τις διοργανώσεις που γεμίζουν το ποδοσφαιρικό ανθολόγιο με αξιομνημόνευτες στιγμές. Το κλάμα του Ντιέγκο την ώρα που ο Ματέους και η παρέα του σηκώνουν το τρόπαιο. Το κλάμα του Γκασκόιν την ώρα που ο Ματέους και η παρέα του πανηγυρίζουν την πρόκριση στον τελικό. Η Νάπολη, μια πόλη διχασμένη ανάμεσα στην πατρίδα και το αγαπημένο της παιδί. Το Spitalia ’90 , όρος-τιμή στις ροχάλες του Ράικαρντ με στόχο τον Φέλερ. Σκιλάτσι, Ντέιβιντ Πλατ, και Γκοϊκοετσέα, οι ήρωες από το πουθενά. Εντγάρδο Κοντεσάλ, ο διαιτητής-σφαγέας των Αργεντίνικων ονείρων, ο διαιτητής-τιμωρός του Αργεντίνικου κατενάτσιο. Και ένας παππούς-τριαξονικό: Ο Ροζέ Μιλά, λίγο πριν τη σύνταξη στα 38, σηκώνει το Καμερούν και μια ολόκληρη ήπειρο στις πλάτες του. Ωραίες εποχές…


_________________________________________________
Το Θαύμα της Βέρνης (Das Wunder von Bern, 2003) του Sönke Wortmann. Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Κυπέλλου βρήκε μια βυθισμένη στην εξαθλίωση Γερμανία να προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί από τα συντρίμμια της. Ακόμη βαθύτερο ήταν το ψυχολογικό πλήγμα του λαού της. Χιλιάδες οι νεκροί, πόλεις πλημμυρισμένες με αστέγους να αναζητούν τροφή και καταφύγιο στα χαλάσματα και ένα διάχυτο κλίμα ενοχής και απαισιοδοξίας ριζωμένο στις καρδιές ενός λαού που ανατράφηκε με μεγαλειώδη οράματα. Στο κλίμα αυτό εισάγει ο Wortmann τον ήρωά του, που επιστρέφει στην πατρίδα μετά από 13 χρόνια καταναγκαστικών έργων στη Σοβιετική Ένωση. Η προσαρμογή στους φυσιολογικούς ρυθμούς ζωής αντανακλούν τις απεγνωσμένες προσπάθειες μιας ολόκληρης χώρας να σταθεί στα πόδια της. Όμως στη ζωή, όπως και στο ποδόσφαιρο, όλα είναι πιθανά. Ακόμη και το θαύμα. Η νίκη της Γερμανίας στο Μουντιάλ της Ελβετίας το 1954, έδωσε εκτός από μια πνοή ανάτασης σε ένα ολόκληρο έθνος και την ελπίδα πως η επόμενη μέρα μπορεί να ξημερώσει λαμπρότερη.


ΤΙ ΜΟΥ ΘΥΜΙΣΕΣ… Και αυτό επειδή η αντίπαλος της Γερμανίας σε εκείνον τον τελικό, ήταν μια από τις σπουδαιότερες ομάδες που έχει αναδείξει το Ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Η Ουγγαρία των Puskas, Boszik και Kocsis, δεν ήταν μόνο η χρυσή Ολυμπιονίκης του 1952: Ήταν η ομάδα που είχε συντρίψει τους Άγγλους με 6-3 στο Γουέμπλεϊ την προηγούμενη χρονιά, παρέμενε αήττητη από το Μάιο του 1950 με 31 νίκες και 4 ισοπαλίες στο ενεργητικό της, ενώ είχε σκορπίσει τους ίδιους τους Γερμανούς στην πρώτη φάση του τουρνουά με 8-3. Όλα έδειχναν ότι και εκείνο το Σάββατο, στις 4 Ιουλίου, το έργο θα ξαναπαιζόταν με μόλις μικρές αλλαγές στο σενάριο: Πετυχαίνοντας δύο γρήγορα γκολ, οι Ούγγροι αισθάνονταν ήδη αγκαλιά με το τρόπαιο. Δυστυχώς γι αυτούς όμως, η ημέρα που ο Γκάρι Λίνεκερ είχε ξεστομίσει το θρυλικό “Το ποδόσφαιρο είναι ένα υπέροχο άθλημα, που παίζεται από δύο ομάδες, 22 παίκτες και στο τέλος κερδίζουν πάντα οι Γερμανοί”, έμελλε να ανατείλει πολλά χρόνια αργότερα. Έτσι, οι Γερμανοί μέσα σε ένα εκρηκτικό δεκάλεπτο φέρνουν το παιχνίδι στα ίσα, ενώ έξι λεπτά πριν τη λήξη με ένα σουτ του Helmut Rahn και ένα τραγικό γλίστρημα του τερματοφύλακα Grosics (φωτο), στέφονται Πρωταθλητές Κόσμου. Το τελικό 3-2 έμελλε να αποτελέσει την απαρχή της Γερμανικής ποδοσφαιρικής παντοκρατορίας, με συνεχείς παρουσίες σε τελικούς Παγκοσμίων και Πανευρωπαϊκών Πρωταθλημάτων και την ανάδειξη σπουδαίων αστέρων του χώρου.


_________________________________________________
Το Κύπελλο (The Cup, Phörpa, 1999) του Khyentse Norbu. Θεωρείται τιμή για το ποδόσφαιρο που η πρώτη ταινία από το Μπουτάν και η πρώτη ταινία εξ’ ολοκλήρου γυρισμένη στη Θιβετιανή διάλεκτο, έχει ως επίκεντρο την πιο σημαντική του διοργάνωση; Μήπως ισχύει το αντίθετο; Και, είναι ποτέ δυνατόν ένα πάντρεμα μοναχισμού και μπάλας να είναι επιτυχημένο; Στο τρίτο και σημαντικότερο ερώτημα, ο Norbu εκπλήσσει ευχάριστα με μια καταφατική απάντηση. Δεν είναι μόνο η αφήγηση, η διανθισμένη με χιουμοριστικές νότες που πηγάζουν από την παράταιρη συνύπαρξη ασκητισμού και μοντερνισμού, που εξάπτει το ενδιαφέρον. Είναι κυρίως ο εξαγνισμός της αμαρτωλής απόλαυσης ενός ποδοσφαιρικού τουρνουά μέσω της ανάδειξης της οικουμενικής του διάστασης: Ακόμη και οι ιερότεροι των ιερών μπορούν να γευτούν τη γλυκιά του ακολασία, πόσο μάλλον όταν η επιλογή ομάδας υποστήριξης γίνεται με κριτήριο τη συμπάθεια της χώρας που εκπροσωπεί απέναντι στους αγώνες του Θιβέτ για ανεξαρτησία. Η Γαλλία φαντάζει ως η καταλληλότερη επιλογή, στο σωστότερο χρόνο. Έτσι, παρακινημένοι από την εμμονή ενός “κολλημένου με την μπάλα” πιτσιρικά σπουδαστή, μια ολόκληρη μονή θα γίνει μάρτυρας της κατάκτησης του Παγκοσμίου τροπαίου από τον “αρχιερέα της τρίπλας” Ζιντάν, ενώ το πέρας αυτής της νέας εμπειρίας θα βρει τους μύστες της αλλαγμένους. Προς το καλύτερο. Ποδόσφαιρο, η θρησκεία μιας νέας εποχής…


ΤΙ ΜΟΥ ΘΥΜΙΣΕΣ… Για πολλούς, η οικοδέσποινα Γαλλία του 1998 δεν ήταν η καλύτερη ομάδα της διοργάνωσης, είχε στο πλευρό της ωστόσο τρεις καταλύτες που την έσπρωξαν ως την κατάκτηση της κορυφής: Την εύνοια της τύχης, την εύνοια της διαιτησίας και τον Ζινεντίν Ζιντάν. Στη φάση των 16 με αντίπαλο την Παραγουάη, διασώθηκε από ένα γκολ του κεντρικού της αμυντικού Λοράν Μπλαν μόλις 7 λεπτά πριν το τέλος της παράτασης, την ώρα που όλα έδειχναν πως η πλάστιγγα θα έγερνε προς το μέρος του τερματοφύλακα-συμβόλου των Λατινοαμερικάνων Τσιλαβέρτ στη διαδικασία των πέναλτι. Μια διαδικασία που δεν αποφεύχθηκε ωστόσο στο επόμενο νοκ άουτ παιχνίδι με τους Ιταλούς. Ήταν ένας προημιτελικός, στον οποίο η θεά Τύχη μεταμορφωμένη σε δοκάρι, σφύριζε με πάθος τη Μασσαλιώτιδα: Γνέφοντας αρχικά στην μπάλα ώστε να περάσει ξυστά δίπλα της στην κεφαλιά του δύσμοιρου Ντι Μπιάτζιο στις καθυστερήσεις των καθυστερήσεων της παράτασης, και μαγνητίζοντάς την στο τελευταίο και καθοριστικό πέναλτι του ίδιου παίκτη. Στον ημιτελικό με τους Κροάτες, δύο γκολ του αμυντικού Λιλιάν Τουράμ ανατρέπουν το εις βάρος 1-0, με τον διαιτητή να παρακολουθεί αδιάφορος τον σκόρερ να σπρώχνει με τα δύο χέρια τον Γιάρνι στο δεύτερο από αυτά: «Γερό να ‘ναι το παιδί, ας το να το ευχαριστηθεί μιας και δεν έχει σκοράρει ποτέ με την εθνική του ομάδα»… Και στον τελικό με τους Βραζιλιάνους, το παραδοξότερο όλων: Ο παίκτης με τα μαγικά πόδια, την αέρινη φτέρνα και την ιερή πατούσα, σκοράρει εις διπλούν χαρίζοντας το τρόπαιο στην ομάδα του: Με το κεφάλι. Κωδικός Ζιζού – Πιο Απρόβλεπτος Δεν Γίνεται.


Παρά τις εκπλήξεις και τις συζητήσεις που προκάλεσε ωστόσο, το Μουντιάλ της Γαλλίας ήταν ένα από τα χειρότερα τουρνουά από πλευράς θεάματος: Αμυντικές τακτικές, ελάχιστες ατομικές εμπνεύσεις, λιγοστά τα ελπιδοφόρα νέα φυντάνια. Οι μεγάλες δυνάμεις του χώρου απογοητεύουν: Μια γερασμένη Γερμανία σκορπίζεται από τους αδελφούς της Κροάτες. Μια άχαρη Ιταλία περιμένει το θαύμα από τις Βουδιστικές μαγγανείες του παγκίτη Ρομπέρτο Μπάτζιο. Μια άχρωμη Βραζιλία χαροπαλεύει απέναντι στους υπέροχους Δανούς των Λάουντρουπ. Μια Αργεντινή με δεκάρι-κατάντημα τον Αριέλ Ορτέγκα. Τι μένει; Εικόνες και αναμνήσεις. Και ερωτήματα: Έπαθε αγχωτική κρίση ο Ρονάλντο πριν τον τελικό; Μην ήταν επιληψία; Μην έφταιγε η Nike; Η Adidas; Μήπως έπιασαν οι κατάρες των μάγων από το Μαρόκο για το στήσιμό τους στους Σουηδούς; Βγάλτε άκρη εσείς. Για μας, μία ήταν η σκηνή που σημάδεψε ολόκληρη τη διοργάνωση: Η κόκκινη κάρτα του Ντέιβιντ Μπέκαμ μετά την ύπουλη κλωτσιά στην κνήμη του Αργεντίνου Ντιέγκο Σιμεόνε. Ένα έθνος τον λούζει με αναθέματα για μήνες: Το χαριτωμένο πιτσιρίκι επιτέλους ανδρώθηκε.


_________________________________________________

Το Παιχνίδι της Ζωής Τους (The Game Of Their Lives ή Miracle Match, 2005) του David Anspaugh. Από τη στιγμή που η διεξαγωγή ενός ολόκληρου Παγκοσμίου Κυπέλλου στη χώρα τους δεν μπόρεσε να κινήσει το ενδιαφέρον των Αμερικάνων για το ποδόσφαιρο, μία ταινία δεν μπορεί να βελτιώσει τα πράγματα. Πόσο μάλλον όταν το κεντρικό της θέμα ανατρέχει σχεδόν 60 χρόνια στο παρελθόν του αθλήματος, σε ένα παιχνίδι για το οποίο μάλλον αδιαφορούν ακόμη και τα ίδια τα παιδιά των συμμετεχόντων. Η προσπάθεια όμως είναι συγκινητική. Ο Anspaugh ξεθάβει από το σεντούκι τη μεγαλύτερη επιτυχία του Αμερικάνικου soccer και μία από τις μεγαλύτερες ποδοσφαιρικές εκπλήξεις όλων των εποχών, γυρίζοντας το χρόνο πίσω στο 1950 και το Μουντιάλ της Βραζιλίας: Σε ένα παιχνίδι που τα προγνωστικά έχριζαν φαβορί την Αγγλία με ποσοστό 500 προς 1, η τελική επικράτηση των Αμερικανών με 1-0 μπορεί να χαρακτηριστεί ένα πρωτοφανές επίτευγμα. Και από τη στιγμή που το Αμερικάνικο σινεμά ορέγεται ιστορίες με θεματική τύπου «Δαβίδ εναντίον Γολιάθ» περισσότερο από οποιεσδήποτε άλλες, αυτή η ταινία μάλλον ήρθε με πολλά χρόνια καθυστέρηση. Κεντράροντας στους αρχηγούς της ομάδας Bentley και Butler, το σενάριο επιδιώκει να αναδείξει δύο ηρωικές μορφές ανάμεσα σε ένα σύνολο παιδιών που στερούνται πίστης και αυτοπεποίθησης. Είναι αυτοί που θα μεταλαμπαδεύσουν το πνεύμα εκείνο, που 54 χρόνια αργότερα η Adidas θα αναγάγει σε σλόγκαν προς τιμήν της Ελληνικής εθνικής ομάδας: Impossible Is Nothing. Τι περισσότερο μπορούσε όμως να περιμένει κανείς από μια Αμερικάνικη ταινία με θέμα το ποδόσφαιρο; Αυτές που κυριαρχούν, είναι οι απλές αφηγηματικές γραμμές, στο μοτίβο των sequel του Ρόκι: Πεφωτισμένοι χαρακτήρες, προετοιμασία στην κόλαση, βασανιστικές εσωτερικές αναζητήσεις, ηρωική αυταπάρνηση, λύτρωση. Και God Bless America.


ΤΙ ΜΟΥ ΘΥΜΙΣΕΣ… Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος του επιτεύγματος των Αμερικάνων (φωτο) απέναντι στην εθνική Αγγλίας, θα πρέπει να αναβαθμίσει την ποδοσφαιρική του λογική στο πνεύμα εκείνης της εποχής. Το Μουντιάλ επέστρεφε μετά από 12 χρόνια απουσίας λόγω Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τις εθνικές ομάδες να παρατάσσονται στους αγωνιστικούς χώρους περισσότερο ως εκπρόσωποι του πολιτικού και κοινωνικού στάτους των χωρών τους. Για τους Άγγλους, τα κίνητρα ήταν ακόμη πιο επιτακτικά: Μην έχοντας συμμετάσχει ποτέ σε Παγκόσμιο Κύπελλο εξαιτίας διαφωνιών με τη διοργανώτρια αρχή, ήθελαν να αποδείξουν στην πρώτη τους παρουσία ότι δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει ικανότερος εκφραστής του αθλήματος από τους ίδους τους εφευρέτες του. Από την άλλη, οι Αμερικάνοι βρίσκονταν σε χειρότερη ποδοσφαιρική μοίρα από αυτή που βρίσκονται σήμερα: Στα δύο παιχνίδια προετοιμασίας τους, φιλοδωρήθηκαν με μια ξεγυρισμένη πεντάρα από τους Τούρκους της Μπεσίκτας, ενώ έχασαν ακόμη και από μια Αγγλική ομάδα εφήβων επιλέκτων με 1-0. Οι Αγγλικές εφημερίδες, με δεκάδες ανταποκριτές στα γήπεδα της Βραζιλίας, έκαναν λόγο για πιθανή επικράτηση με σκορ 10-1. Στον αντίποδα, από ένα ολόκληρο δίκτυο Αμερικάνικων ειδησεογραφικών κολοσσών, εστάλη μόλις ένας δημοσιογράφος για την κάλυψη του παιχνιδιού. Και όταν ο Gino Pariani σκόραρε μπροστά σε 10 χιλιάδες αποσβολωμένους θεατές το μοναδικό γκολ της αναμέτρησης, οι Άγγλοι άρχισαν να ψάχνουν αυτό που ψάχνει κάθε ομάδα που σέβεται τον εαυτό της μετά από μία ήττα: Λόγους διαμαρτυρίας. Έτσι, λίγες μέρες αργότερα κατέθεσαν ένσταση για τη συμμετοχή τριών παικτών των αντιπάλων τους στον αγώνα, με το σκεπτικό ότι είχαν γεννηθεί εκτός Ηνωμένων Πολιτειών: Ο ένας στην Αϊτή, ο δεύτερος στο Βέλγιο, ο τρίτος στη Σκωτία. Από την πρώτη τους κιόλας συμμετοχή, οι Νησιώτες κατέθεταν ένα στίγμα που θα τους ακολουθούσε σχεδόν σε όλες τις επερχόμενες παρουσίες τους στη διοργάνωση: Αυτό των losers…
Η μεγάλη ατραξιόν βέβαια αυτού του Μουντιάλ, ήταν η διοργανώτρια Βραζιλία. Διασύροντας όποιον αντίπαλο έβρισκε στο διάβα της, η Σελεσάο φάνταζε η μόνη ομάδα με δικαίωμα κατάκτησης του βαρύτιμου τροπαίου. Και τότε ήρθαν οι Ουρουγουανοί. Στον «τελικό που δεν ήταν τελικός» -μιας και η νικήτρια της διοργάνωσης αναδεικνυόταν μέσω συγκομιδής βαθμών από έναν τελευταίο όμιλο ομάδων- η Βραζιλία χρειαζόταν μόλις μία ισοπαλία για να τερματίσει στην πρώτη θέση. Η Ουρουγουάη έπαιζε μόνο για τη νίκη, μιας και δεν είχε κατορθώσει να κερδίσει τους Ισπανούς τους οποίους οι Βραζιλιάνοι είχαν διασύρει με 6-1. Όπως και στο Αγγλία-ΗΠΑ, τα κουκιά έμοιαζαν μετρημένα. Όμως ο Ghiggia έμελλε να πει την τελευταία του λέξη 11 λεπτά πριν τη λήξη, γράφοντας το 2-1 μπροστά σε περίπου 200 χιλιάδες Βραζιλιάνους στο Μαρακανά (φωτο). Γλιτώνοντας το έμφραγμα, οι θεατές έψαχναν σκοινί να κρεμαστούν, γκρεμό για να πηδήξουν. Μια ολόκληρη χώρα βυθίστηκε στο πένθος. Και ενώ κόσμος αυτοκτονούσε έξω από το γήπεδο, μέσα σε αυτό οι διοργανωτές ξέχασαν ακόμη και να απονείμουν το τρόπαιο στους νικητές. Έπρεπε να κατέβει ο ίδιος ο Ζιλ Ριμέ από τα επίσημα, να ψάξει τον αρχηγό των Ουρουγουανών μέσα στον γενικό χαμό για να του το παραδώσει. Ακόμη μία ιστορία ποδοσφαιρικής τρέλας έφτανε στο τέλος της, ανοίγοντας το δρόμο για τις πολλές άλλες που θα ακολουθούσαν.


_________________________________________________

Ιστορίες Ποδοσφαίρου (Historias de fútbol, 1997) του Andrés Wood. Τρεις μικρές ιστορίες γύρω από το ποδόσφαιρο, τρεις καταθέσεις από τον Χιλιανό σκηνοθέτη για το πώς ένας αγώνας, μία μπάλα, ένα γκολ μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή. Ακόμη και με τον πιο απροσδόκητο τρόπο. Δωροδοκία, αφοσίωση, πάθος για τη νίκη, έρωτας, τα πάντα χωρούν στην απολαυστική του ταινία. Άλλωστε το ποδόσφαιρο, όπως και η ζωή, είναι ένα τεράστιο χωνευτήρι συναισθημάτων, με τη χαρά να διαδέχεται τη θλίψη μέχρι ο κύκλος να ξεκινήσει πάλι από την αρχή. Στο πνεύμα αυτό, η ιστορία προσπαθεί να ιχνογραφήσει την επίδραση του ποδοσφαίρου στην κοινωνία της Χιλής, τόσο ως προϊόν μαζικής κατάνυξης, όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Με χιούμορ. Στην τρίτη ιστορία, ένας πιτσιρικάς βρίσκεται αποκλεισμένος σε ένα μικρό νησί, την ημέρα που η Χιλή δίνει το κρισιμότερό της παιχνίδι για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Στην αγωνία τους να βρουν τηλεόραση, ο Φραντσέσκο μαζί με άλλους άντρες αποδέχονται την πρόσκληση δύο γεροντοκόρων, που τους προσφέρουν το σπίτι τους για την παρακολούθηση του ματς. Οι προθέσεις τους όμως δεν είναι οι αγνότερες: Ενώ οι υπόλοιποι κολλούν μπροστά στην οθόνη, ο Φραντσέσκο μυείται στα μυστικά του έρωτα…
ΤΙ ΜΟΥ ΘΥΜΙΣΕΣ… Η μόνη αναφορά του σεναρίου στο Παγκόσμιο Κύπελλο, βρίσκεται σε αυτή την τελευταία ιστορία. Οι πιο παρατηρητικοί ωστόσο θα διακρίνουν, ότι τα στιγμιότυπα προέρχονται από το Μουντιάλ του 1982. Οι γνώστες δε, πως η ταινία είναι παραπλανητική. Το τελικό 1-1 που παρουσιάζεται, αποκρύπτει την βαριά ήττα που γνώρισαν οι Χιλιανοί από τη Γερμανία με 4-1 στη φάση των ομίλων. Για την ακρίβεια, σε εκείνη την διοργάνωση η Χιλή έκανε τη χειρότερη παρουσία της σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου: Αποκλείστηκε χωρίς να κατακτήσει ούτε έναν βαθμό, χάνοντας ακόμη και από την αδύναμη Αλγερία με 3-2.


Μπορεί βέβαια για τους Χιλιανούς το Μουντιάλ της Ισπανίας να ήταν πικρό, για τους ποδοσφαιρόφιλους όμως έκρυβε κάθε δυνατή γευστική απόλαυση: Πολλά γκολ, δραματικές ανατροπές, παίκτες-ήρωες και παίκτες-δολοφόνους, ματς-σκάνδαλα, εκπλήξεις. Ο κλασικός ημιτελικός της Γερμανίας με τη Γαλλία, συζητείται ως σήμερα ως ένα από τα καλύτερα παιχνίδια που έχουν παιχτεί ποτέ σε τελικές φάσεις Παγκοσμίου Κυπέλλου. Με 4 γκολ στην παράταση και τους αιώνιους Γερμανούς να ανασταίνονται από τον τάφο τους όντας πίσω στο σκορ με 3-1, το ματς πέρασε στην ιστορία για το σασπένς και την άγρια ομορφιά του. Αλλά και την άλλη άγρια «ομορφιά» του: Στο 60ό λεπτό και σε μια βαθιά μπαλιά, ο τερματοφύλακας της Γερμανίας Σουμάχερ τρακάρει ηθελημένα με τον δύσμοιρο Μπατιστόν που είχε περάσει στο παιχνίδι μόλις 10 λεπτά νωρίτερα (φωτο). Ο αγκώνας του Πάντσερ παρασέρνει στην πορεία του αρκετά από τα δόντια του Γάλλου επιθετικού, ενώ η σφοδρότητα της σύγκρουσης του εξαρθρώνει και μερικούς σπονδύλους. Ο διαιτητής προσπερνάει το γεγονός χωρίς να υποδείξει καν φάουλ, ενώ σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο Σουμάχερ διαμαρτύρεται για τις υποτιθέμενες καθυστερήσεις του αντιπάλου του, που κείτεται αναίσθητος στο έδαφος. «Συγκινητικές ποδοσφαιρικές στιγμές», όπως θα έλεγε και ο γίγαντας Αργυρίου. Σημείωση: Δύο χρόνια αργότερα, σε δημοψήφισμα Γαλλικού περιοδικού για την πιο μισητή ιστορική προσωπικότητα του αιώνα, ο Σουμάχερ θα καταλάβει με το σπαθί του την τιμητική πρωτιά. Δεύτερος, κάποιος Αδόλφος Χίτλερ


Ήρωας της διοργάνωσης, ο Πάολο Ρόσι (φωτο), που επιστρέφοντας στους αγωνιστικούς χώρους μετά από 2 χρόνια απραξίας, σκοράρει εις τριπλούν απέναντι στη Βραζιλία των Ζίκο, Σόκρατες, Ζαϊρζίνιο και Φαλκάο, στέλνοντας την Ιταλία στα ημιτελικά. Στον τελικό με τους Γερμανούς, είναι αυτός που θα ανοίξει το δρόμο για το τελικό 3-1, ενώ με τα 6 του γκολ στη διοργάνωση στέφεται ο απρόσμενος σπόνσορας του τρίτου τροπαίου για την Ιταλία. Μιας Ιταλίας που είχε καταφέρει να προκριθεί με το ζόρι από τη φάση των ομίλων, την οποία οι Γερμανοί φρόντισαν να τελειώσουν με ένα ματς τόσο απροκάλυπτα στημένο, όσο και το τάιμινγκ της αλλαγής του χρόνου την Πρωτοχρονιά: Πετυχαίνοντας ένα γκολ στο 10ο λεπτό απέναντι στους γείτονες και ομόλαλους Αυστριακούς, το παιχνίδι κύλησε για τα επόμενα 80 λεπτά με πασούλες στο κέντρο και φιλοφρονήσεις μεταξύ των παικτών. Ήταν το σκορ που βόλευε και τους δύο. Και ένα στατιστικό προσφορά της Galanis Sports Data: Δύο σουτ σε όλο το παιχνίδι, και τα δύο στο πρώτο δεκάλεπτο… Τιμή και δόξα στο υπέρμετρο fair play…


_________________________________________________
Για περίπου ένα μήνα, νέες ιστορίες θα προστίθενται καθημερινά στη μεγάλη εγκυκλοπαίδεια του ποδοσφαίρου. Άλλοτε τρελές, άλλοτε αναπάντεχες, άλλοτε συγκινητικές, εξοργιστικές, όμορφες ή δυσάρεστες. Είναι οι μνήμες ενός παιχνιδιού που σβήνουν δύσκολα. Γιατί οι μνήμες του είναι σαν τις φάσεις του: Μοναδικές. Ποτέ η μία δεν μοιάζει με την άλλη. Και αν κάποιοι αναρωτιούνται αν όλα αυτά έχουν κάποια ιδιαίτερη σημασία, η προφανής απάντηση είναι αρνητική. Υπάρχει όμως και ο αντίλογος, ειλικρινής και αφοπλιστικός: Ένα μόλις γκολ είναι ικανό να αλλάξει την ψυχολογία μιας ολόκληρης χώρας μέσα σε δευτερόλεπτα. Κάτι που αδυνατεί να πετύχει όχι μόνο οποιοδήποτε άλλο άθλημα, αλλά και η όποια πολιτική, κοινωνική, επιστημονική, καλλιτεχνική μεταρρύθμιση ή επιτυχία. Κάτι που τουλάχιστον εμείς, ως Πρωταθλητές Ευρώπης, μάλλον το γνωρίζουμε ήδη καλά.


Διαβάστε στο Δεύτερο Μέρος του Αφιερώματος:
- Είναι πνίχτης ο Σταλόνε;
- Απαγορεύτηκε στη Βαρκελώνη η ταινία της Ρεάλ;
- Μουρίνιο ή Μπουρίνιο;
- Ποια το κάνει πραγματικά όπως ο Μπέκαμ;
- Ο πόλεμος των τριλογιών: LotR ή Γκολ;

Σύντομα...

Facebook Twitter Twitter

5 σχολια:

TwistedTool είπε...

Πολύ ωραίος!

Άντε, αναμένω και το δεύτερο μέρος σύντομα! Αν δεν το έχουμε μέχρι την έναρξη της Διοργάνωσης, περιττό να σου πω ότι θα μείνει αδιάβαστο :D

ΝΙΚΟΣ είπε...

Περιμένω και το β'μέρος. Υποψιάζομαι ότι θα αναφέρεσαι και στην ταινία όπου η μυθοπλασία πιάνει ταβάνι...όπου ο πρωταγωνιστής γίνεται ήρωας όταν καταφέρνει μπαίνοντας ως αλλαγή της Ρεαλ να κάμψει τον Ολυμπιακό στο Μπερναμπέου!!!!

Cybergoulion είπε...

Πωπω! Θα το τυπώσω να έχω κάτι να διαβάζω το βράδυ!

offshade είπε...

Σε αυτό αναφέρομαι Νίκο. Πώς το κατάλαβες; Ματσάρα η συγκεκριμένη.
Cyber, μην γκρινιάζεις για το μέγεθος του post. Προτιμώ να μην αυτοπεριορίζομαι στο χώρο μου. Δες το σαν story before bedtime που λένε και οι Άγγλοι. Πού να δεις δηλαδή και το 2ο μέρος. Ή το 3ο...... :-D

Cybergoulion είπε...

Είσαι χείμαρος! Ένα θα σου πω: τώρα το τελείωσα! Πολύ εμπεριστατωμένο, περιμένω το 2ο μέρος τώρα. Μέχρι να αρχίσει το μουντιάλ το προφταίνω! :-P

Για το τρίτο μέρος μην ξεχάσεις και μια αναφορά στο "shaolin soccer". Αν δεν το έχεις δει, ΠΡΕΠΕΙ!

ΜΙΛΑΡΕΣΥ

Δεν έχεις λογαριασμό; Επίλεξε "όνομα/διεύθυνση URL"
και άσε το δεύτερο πεδίο κενό. Μπορείς και ως ανώνυμος.